Τελικά Η Συνήθεια Είναι Δύναμη Ή…Αδυναμία;
Σύμφωνα με το Συμπεριφορισμό (Behaviorism) στο χώρο της ψυχολογίας, ο άνθρωπος συμπεριφέρεται υγιώς είτε μη υγιώς, αναλόγως του τι έχει μάθει να κάνει. Οι συμπεριφορές μας διαμορφώνονται με τέτοιο τρόπο, ώστε να υποστηρίζουν τις ανάγκες μας. Έτσι, αναλόγως των αναγκών ή / και των προτεραιοτήτων του, καθένας μαθαίνει και οριστικοποιεί συγκεκριμένους τύπους συμπεριφοράς.
Αν ισχύουν τα παραπάνω, τότε έπεται πως ο ίδιος άνθρωπος μπορεί να μάθει σε ένα διαφορετικό τρόπο συμπεριφοράς, εφόσον κατανοήσει ή επαναπροσδιορίσει τα ζητούμενά του, έτσι ώστε οι νέες συμπεριφορές / συνήθειες να μπορούν να συνδράμουν στην επέλευση των επιθυμητών αποτελεσμάτων.
Οι συμπεριφοριστικές θεωρίες δίνουν κυρίως έμφαση στην αλλαγή συμπεριφορών μέσα από λογική επεξεργασία / διαδικασία με το σκεπτικό ότι (α) η συναισθηματική αλλαγή έρχεται μετά από αλλαγές που διαδραματίζονται στη συμπεριφορά και (β) είναι καλό να προσπαθούμε να εξελιχθούμε επικεντρώνοντας σε οτιδήποτε μπορούμε να δούμε ξεκάθαρα (είναι απτό κι αληθινό) και να ελέγξουμε πρακτικά.
Τα παραπάνω αυτομάτως οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι καθημερινές συνήθειες (συμπεριφορές) είναι αυτές που μπορούν να καθορίσουν τελικά το συναίσθημα της πληρότητας / του κενού / της ευτυχίας / της δυστυχίας, οποιοδήποτε γενικότερα συναίσθημα βιώνουμε. Και είναι φυσικό, αφού βάσει των συνηθειών – συμπεριφορών μας, έχουμε και τα ανάλογα αποτελέσματα που μας κάνουν να νιώθουμε έτσι ή αλλιώς!
Συνεπώς, σε μια πρώτη ανίχνευση / γενική προσπάθεια βελτίωσης της διάθεσής μας αξίζει να παρατηρήσουμε τι συνηθίζουμε να κάνουμε καθημερινά και τι ενδεχομένως θα μπορούσαμε να αλλάξουμε, εφόσον μια αλλαγή στις συνήθειες πιθανότατα θα επέφερε και την πολυπόθητη βελτίωση στην ψυχο-συναισθηματική μας κατάσταση.
Κλασικό παράδειγμα:
Η Χ νιώθει ανεπαρκής, αλλά και ανάξια εκτίμησης, γιατί είναι παχύσαρκη. Συνηθίζει να τρώει κυρίως για να ικανοποιήσει κάποια συναισθηματικά κενά της και όχι απλά για να καλύψει την πείνα της. Η βαριά μελαγχολία, αλλά και η πεποίθηση μέσα της ότι δεν αξίζει ούτε και μπορεί να φανεί επαρκής σε μια προσπάθεια φροντίδας της φυσικής της κατάστασης, την κάνει να πιστεύει πιο έντονα ότι ήταν και θα παραμένει παχύσαρκη, κάτι που επιτείνει το συναισθηματικό της κενό. Ως εκ τούτου, η Χ συνεχίζει να καταναλώνει ακατάπαυστα γλυκά, μπισκότα και πολλά άλευρα με αποτέλεσμα η κατάσταση του βάρους και της υγείας της να επιβαρύνεται έτι περαιτέρω. Εδώ έχουμε και την περίπτωση της αυτοεπιβεβαιούμενης προφητείας (δηλαδή: πιστεύω ακράδαντα ότι δεν μπορώ να αδυνατίσω, άρα ποιος ο λόγος να προσπαθήσω; συνεχίζω λοιπόν να καταναλώνω ανθυγιεινές τροφές και το αποτέλεσμά μου επιβεβαιώνει αυτό που ακράδαντα πίστευα: δεν μπορώ να αδυνατίσω!). Οι διατροφικές συμπεριφορές της Χ αποτελούν προϊόν μάθησης. Η Χ έμαθε να καταναλώνει γλυκά, μπισκότα και τα συναφή ικανοποιώντας έτσι το συναισθηματικό της κενό. Αυτό συνιστά συνήθειά της εδώ και πολύ καιρό.
Σύμφωνα με τη συμπεριφοριστική θεωρία η Χ μπορεί να αλλάξει! Αρκεί πρωτίστως να κάνει το βήμα: να επαναπροσδιορίσει το «γιατί» τρώει, να μπει σε ένα νέο μοτίβο συμπεριφοράς, να προσπαθήσει να τηρήσει το νέο αυτό μοτίβο, ώστε αυτό να γίνει σιγά σιγά μάθηση μέσα της, η οποία μάθηση θα γίνει νέα συνήθεια που θα αντικαταστήσει το προηγούμενο μοτίβο στο οποίο είχε μάθει.
Με άλλα λόγια, ο συμπεριφορισμός προτείνει να θέσουμε το «στόχο«, να μάθουμε κάτι καινούργιο, με σκοπό αυτή η νέα μάθηση να γίνει νέα συνήθεια που θα αντικαταστήσει την προηγούμενη, εφόσον η εμπειρία μας δείχνει ότι η προηγούμενη συνήθεια δεν φέρνει ικανοποιητικά αποτελέσματα ως προς το «στόχο» που τώρα θέσαμε.
Αν υποτεθεί ότι η Χ αποφασίζει να μπει σε ένα νέο πρόγραμμα διατροφής και άσκησης -κατόπιν λήψης οδηγιών από ειδικούς- και καταφέρει να τηρήσει τις καινούργιες συμπεριφορές για μεγάλο χρονικό διάστημα, είναι μαθηματικά βέβαιον πως η αλλαγή που θα επέλθει στο σώμα της θα έχει άμεση αντανάκλαση στη διάθεση εντός της, αλλά και στις πεποιθήσεις της Χ για τον ίδιο της τον εαυτό. Τώρα, η Χ βλέπει ότι μπορεί να προσπαθεί, μπορεί να έχει αποτέλεσμα και να χάνει βάρος, άρα αρχίζει και αποκτά την πεποίθηση ότι είναι επαρκής και άξια. Αυτή η επιβράβευση (του αποτελέσματος) καθίσταται σιγά σιγά μια νέα αυτοεπιβεβαιούμενη προφητεία (μπορώ, άρα αξίζει να προσπαθώ, άρα συνεχίζω να προσπαθώ, άρα τα καταφέρνω και φέρνω αποτέλεσμα, άρα πιάνω το νέο «στόχο»). Είμαι επαρκής διότι έχω αποτέλεσμα, είμαι άξια, αφού θέτω έναν στόχο και μπορώ να τον υπηρετήσω, δεν είμαι καταδικασμένη στην παχυσαρκία ούτε στην ασθενικότητα! Χαμογελώ, γιατί ανακάλυψα όλα τα παραπάνω μα πιο πολύ γιατί πίστεψα σε εμένα, στις δυνάμεις μου, στην προοπτική μου και υπερέβην εαυτόν!
Μπορούν όλοι να ανταποκριθούν σε αυτό το είδος νέας μάθησης; μπορούν όλοι συλλήβδην να χρησιμοποιήσουν την εμπειρική μέθοδο κι εκ του αποτελέσματος ορμώμενοι να αναλαμβάνουν δυνάμεις και να προχωρούν ακάθεκτοι προς τη…»νέα μέρα»; η ψυχολογία θα απαντούσε μάλλον όχι ή τουλάχιστον όχι όλοι με την ίδια ευκολία ή το ίδιο «αυτονόητο ύφος», αφού δεν είμαστε όλοι ίδιοι ούτε έχουμε προφανώς όλοι τις ίδιες ανάγκες / τον ίδιο τρόπο επεξεργασίας των πληροφοριών / τον ίδιο τρόπο δράσης – αντίδρασης / το ίδιο συναισθηματικό υπόβαθρο.
Αστρο-λογικά, λαμβάνοντας ως βάση την ιδιοσυγκρασία των ζωδίων, θα λέγαμε πως τα πύρινα και τα γήινα ζώδια (δηλαδή τα «ξηρά» κατά την ομαδοποίηση των Αρχαίων Ελλήνων), δηλαδή οι Κριοί, οι Ταύροι, οι Λέοντες, οι Παρθένοι, οι Τοξότες και οι Αιγόκεροι έχουν περισσότερες πιθανότητες να τα πάνε καλά με τη συμπεριφοριστική προσέγγιση. Η έμφαση που δίδουν τα παραπάνω ζώδια στη λογική επεξεργασία θα μπορούσε θεωρητικά να καταστεί γόνιμο έδαφος για τη συμπεριφοριστική αντιμετώπιση ενός ζητήματος ψυχολογικά. Επίσης, ο Ζυγός είναι ένα ζώδιο που πιθανώς θα τα πήγαινε ενίοτε καλά με τη λογική του συμπεριφορισμού. Βεβαίως, η τοποθέτηση της Σελήνης, αλλά και του Ερμή μέσα σ’ έναν αστρολογικό χάρτη θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμο εργαλείο για να ανιχνευτεί πιο ολοκληρωμένα ο ενδεδειγμένος τρόπος παρέμβασης κι αλλαγής στον ψυχισμό ενός ανθρώπου.
Η μεγάλη αλήθεια πάντα παραμένει εκεί, να μας θυμίζει κάτι αυτονόητο, το οποίο ωστόσο πολλάκις λησμονούμε: κάθε άνθρωπος δύναται και δικαιούται ν’ αλλάξει, όταν κι εφόσον ο ίδιος το αποφασίσει και με όποιον τρόπο ο ίδιος αισθάνεται ότι μπορεί να καταφέρει το καλύτερο για την εξέλιξή του. Δεν υπάρχουν όρια ηλικίας ούτε συγκεκριμένες προδιαγραφές ει μη μόνον στο μυαλό μας! Αξίζει πάντα να προσπαθούμε, λοιπόν, ακόμα κι αν χρειαστούν πολλές πολλές ασκήσεις εξερεύνησης, υπομονής και επιμονής!
Με τις ευχές μου για μια πανέμορφη εξέλιξη στη ζωή όλων,