TAR: Η ταινία που έφερε την Cate Blanchett στο απόγειο της καριέρας της
Η Cate Blanchett ήρθε για ακόμη μια φορά να μας υπενθυμίσει πόσο σπουδαία ηθοποιός είναι.
Καμία άλλη εκτός από εκείνη δεν θα μπορούσε να αποδώσει την αυτοκρατορική κομψότητα που απαιτείται για αυτήν την άκρως ιδιαίτερη ταινία του σεναριογράφου και σκηνοθέτη Todd Field.
Για να υποδυθεί τον φανταστικό ρόλο της Lydia Tár, της παγκοσμίου φήμης μαέστρου της Φιλαρμονικής του Βερολίνου, η Blanchett έμαθε να διευθύνει μουσική, να παίζει πιάνο και να μιλάει γερμανικά – όχι όλα μαζί, ευτυχώς, αν και είμαι σίγουρη ότι θα μπορούσε να το κάνει αν της είχε ζητηθεί. Πολλές ταινίες για καλλιτέχνες – ακόμη και για πραγματικούς καλλιτέχνες – δυσκολεύονται να πείσουν τους θεατές για τα επιτεύγματα των χαρακτήρων τους, αλλά η Blanchett σε κάνει να πιστέψεις στην ιδιοφυΐα της Lydia αμέσως, πριν καν την δεις να παίρνει τη σκυτάλη. Κυριαρχεί στην οθόνη για δυόμισι ώρες, βοηθούμενη από την επική κινηματογράφηση του Florian Hoffmeister, κρατώντας μας αβίαστα σε αναμονή ενώ προκαλεί αμφιβολίες για μια σχεδόν βασανιστικά αναβαλλόμενη κορύφωση. Και όταν αυτή έρχεται, είναι σίγουρα σοκαριστική, κάπως μελοδραματική και ίσως παράλογη – με τρόπους που η ίδια η ταινία δεν είναι σε θέση να προσδιορίσει.
Η ταινία ξεκινά στο Μανχάτταν, με τη Lydia να συνομιλεί επί σκηνής με τον συγγραφέα του New Yorker Adam Gopnik. Αυτή η εναρκτήρια σκηνή, όπως και άλλες που ακολουθούν, είναι μια πανδαισία για τους λάτρεις της κλασικής μουσικής: μαθαίνουμε για όλες τις ορχήστρες που έχει διευθύνει η Lydia, τη μουσική που έχει συνθέσει, τις ταινίες που έχει επενδύσει, τα βιβλία που έχει γράψει και τα πολλά βραβεία που έχει κερδίσει. Μαθαίνουμε επίσης για την αφοσίωση της σε μεγάλους συνθέτες όπως ο Μάλερ και μεγάλους μαέστρους όπως ο Λέοναρντ Μπερνστάιν, καθώς και για τις σκέψεις της σχετικά με το πώς οι μαέστροι διαμορφώνουν και χειρίζονται τη ροή του χρόνου.
Ο συγγραφέας-σκηνοθέτης Todd Field έχει ο ίδιος μια ιδιόμορφη αντίληψη του χρόνου. Η ταινια κυλάει βασανιστικά αργά, με πλάνα που φαίνεται να διαρκούν μια αιωνιότητα, αλλά παράλληλα παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αφενός γιατι ξεδιπλώνει έναν πολύ ιδιαίτερο και αιχμηρό χαρακτήρα και αφετέρου γιατι σκιαγραφεί ένα απόλυτα πειστικό πορτρέτο του απομονωμένου και ανταγωνιστικού κόσμου, ενός κόσμου που εξουσιάζει μια γυναίκα (η Lydia). Ενώ η δουλειά της την φέρνει συχνά στη Νέα Υόρκη (διδάσκει στο Juilliard), ζει στο Βερολίνο με τη σύντροφο της, τη Sharon, μια καταξιωμένη βιολίστρια, που υποδύεται η εξαιρετική Γερμανίδα ηθοποιός Nina Hoss. Έχουν μια μικρή κόρη, αν και η Lydia είναι πολύ απορροφημένη από τη δουλειά της και δεν έχει ιδιαίτερο χρόνο για την οικογένεια.
Η Lydia διατηρεί τον ρόλο της μαέστρου και εκτός σκηνής, αφού αντιμετωπίζει τους πάντες στη ζωή της σαν να είναι μέλη της προσωπικής της ορχήστρας, τους οποίους μπορεί να χειραγωγεί κατά βούληση. Αυτό ισχύει για τον πλούσιο επενδυτή, που υποδύεται ο Mark Strong, ο οποίος χρηματοδοτεί μια υποτροφία διεύθυνσης, καθώς και για τη σκληρά εργαζόμενη βοηθό της, τη Φραντσέσκα, η οποία φιλοδοξεί να γίνει και η ίδια μαέστρος. Η Φραντσέσκα, την οποία υποδύεται η Noémie Merlant, εκτός από το προγραμμα της Lydia κρατά και τα μυστικά της, μερικά από τα οποία αφορούν πολλές ελκυστικές νεαρές μουσικούς που έχει πάρει υπό την προστασία της με αδιευκρίνιστους όρους. Αυτό καθιστά το TAR μια ψυχρή μελέτη για την κατάχρηση εξουσίας, σε μια βιομηχανία κλασικής μουσικής που έχει δει μερικά από τα μεγαλύτερα αστέρια της να αντιμετωπίζουν κατηγορίες για σεξουαλική κακομεταχείριση.
Η Lydia μπορεί να είναι μια ομοφυλόφιλη γυναίκα που έχει αποκτήσει παγκόσμια φήμη σε ένα ανδροκρατούμενο επάγγελμα – απορρίπτοντας κατηγορηματικά την ιδέα ότι το φύλο ή η σεξουαλικότητα της στάθηκαν ποτέ εμπόδιο στην καριέρα της – ωστόσο παράλληλα επιβάλλει ένα ορισμένο status quo. Υπαρχει μαλιστα μια εξαιρετική σκηνή στο Juilliard, όπου η Lydia διαφωνεί με έναν νεαρό έγχρωμο φοιτητή που περιφρονεί τον Μπαχ, τον Μπετόβεν και άλλους λευκούς συνθέτες. Η Lydia σε αντιπαράθεση τον αμφισβητεί και επιμένει ότι η πολιτική της ταυτότητας και οι προσωπικές πεποιθήσεις δεν πρέπει να έχουν θέση στην αξιολόγηση της τέχνης. Μπορείτε να συμφωνήσετε ή να διαφωνήσετε μαζί της, αλλά είναι δύσκολο να μη θαυμάσετε το διανοητικό μπρίο με το οποίο επιτίθεται στα επιχειρήματα του μαθητή της – και όλα αυτά παίζοντας Μπαχ στο πιάνο.
Έχοντας περάσει 16 χρόνια από την τελευταία ταινία του Φιλντ και παρακολουθώντας το ΤAR, είναι σαφές ότι τα χρόνια απουσίας του σκεφτόταν μερικά από τα πιο πολυσυζητημένα κοινωνικά ζητήματα της εποχής. Το κυριότερο απο αυτά, γύρω από το οποίο περιστρέφεται και η ταινια, είναι το ζήτημα της cancel culture, ένα φαινόμενο που γεννήθηκε πριν από λίγα μόλις χρόνια, κυρίως λόγω της κυρίαρχης δύναμης που εχουν τα social media στις ζωές μας. Επιστρέφοντας, λοιπόν, στην παραγωγή ο Φιλντ κατάφερε να δημιουργήσει μια ταινια στοχαστική και πολύπλοκη που δεν περιορίζεται σε απλές κουβέντες, ενώ η ερμηνεία της Blanchett αντιστέκεται επίσης στην εύκολη κατηγοριοποίηση. Συνδυάζοντας χάρισμα, αγριότητα και περιστασιακή τρυφερότητα, κατάφερε να αναδείξει τόσο τη Lydia Tár τη θαυμάσια καλλιτέχνιδα όσο και τη Lydia Tár τον τερατώδη άνθρωπο – και να μας κανει αδύνατο να τις διαχωρίσουμε.