Σε τι χρειάζεται μια εθνική γιορτή και ειδικά η παρέλαση; του Ηλία Μόσιαλου
Kαθώς πλησιάζει μία ακόμη εθνική επέτειος είναι ευκαιρία, νομίζω, να ξαναθέσουμε το ερώτημα: Σε τι χρειάζεται μια εθνική γιορτή και τι εξυπηρετεί ειδικά η παρέλαση;
Η απάντηση, προφανώς, δεν είναι εύκολη. Αν εξετάσουμε όμως τον τρόπο που γιορτάζονται οι εθνικές επέτειοι στη χώρα μας, μπορούμε να βγάλουμε μερικά χρήσιμα συμπεράσματα. Διαχρονικά, οι κυβερνώντες διοργάνωναν –ή μάλλον διεκπεραίωναν– τις παρελάσεις σαν εθνικιστικές φιέστες. Έπρεπε να τις κάνουν και τις έκαναν: στρατός, σχολεία, γαλανόλευκες, ιερωμένοι, αργία. Το ίδιο και τα τελευταία χρόνια, με λίγες περικοπές λόγω κρίσης. Ειδικά η συντηρητική παράταξη, και ακόμη περισσότερο η Ακροδεξιά, συνέδεε τις επετείους και με το νικηφόρο αποτέλεσμα του εμφυλίου πολέμου. Η Αριστερά, παραδοσιακά αμήχανη σε θέματα πατριωτισμού (ιδίως την 28η Οκτωβρίου λόγω Μεταξά), τις αγνοούσε, ρίχνοντας το βάρος της στη «δική της» γιορτή κάθε 17η Νοεμβρίου. Όταν συμμετείχε, προσπαθούσε να συνδέσει τις εθνικές γιορτές με την Εθνική Αντίσταση, της οποίας και διεκδικούσε το μονοπώλιο.
Καμία πολιτική δύναμη δεν ασχολήθηκε ποτέ με την καλλιέργεια του απλού –αλλά βαθύτατου στην ουσία του– πατριωτισμού. Αυτό ισχύει και για το εκπαιδευτικό μας σύστημα, αλλά και για τα ΜΜΕ. Προσπαθώντας να αντιμετωπίσουν τον απόλυτο διεθνισμό ή και α-εθνισμό ενός μεγάλου μέρους της Αριστεράς, καλλιέργησαν τον εθνικισμό. Παράδειγμα: η αντικατάσταση του βιβλίου Ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού έγινε με ένα κατά πολύ χειρότερο, συντηρητικό και εθνικιστικό. Έτσι αντιμετωπίζεται γενικά η ιστορία και η ιστορικότητα στην Ελλάδα: διχαστικά. Αντί για συλλογική μνήμη, καλλιεργούμε ξεχωριστές πολιτικές μνήμες. Αντί να προβληθούν όσα μας ενώνουν, προβάλλονται κατά κανόνα διχαστικά στοιχεία. Κωνσταντινισμός-βενιζελισμός, δημοκρατία-μοναρχία, Δεξιά-Αριστερά. Ο καθένας τη δική του αφήγηση, ενώ η ιστορική συνείδηση και η εθνική αγωνία λάμπουν με την απουσία τους. Λείπουν όσα μας ενώνουν.
Αν και μπορεί να φανεί διδακτισμός, ας μου επιτραπεί να υπενθυμίσω πως ο εθνικισμός θεωρεί ότι το έθνος μας είναι ανώτερο από τα άλλα, αν όχι και ανώτερη φυλή, ότι όλη η ανθρωπότητα μάς χρωστάει λόγω αρχαίας Ελλάδας και πρέπει εσαεί να μας ξεπληρώνει, ότι όλα τα στραβά που συμβαίνουν στην Ελλάδα οφείλονται σε ξένο δάκτυλο. Τέτοιες απόψεις, όμως, αποτελούν κράμα αλαζονείας και μεμψιμοιρίας, προδίδοντας έλλειψη ιστορικότητας. Το 1920 μόνοι μας καταψηφίσαμε τον Βενιζέλο και μετά, βενιζελικότεροι του Βενιζέλου, θέλαμε να καταλάβουμε την Άγκυρα, με αποτέλεσμα τη Μικρασιατική Καταστροφή του ’22. Το 1974 στην Κύπρο η (ακροδεξιά και χουντική, αλλά) ελληνική κυβέρνηση έκανε το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου, ανοίγοντας την πόρτα στα έτοιμα από καιρό σχέδια της τουρκικής πλευράς. Και τώρα, στις μέρες μας, επικρατούν πάλι απόψεις όπως ότι «οι ξένοι φταίνε για την κρίση» ενώ την κρατικοδίαιτη οικονομία που κατανάλωνε περισσότερα απ’ όσα παρήγε μόνοι μας τη δημιουργήσαμε – και η ευθύνη των ξένων αφορά τη διαχείριση της κρίσης και πέρα. Δυστυχώς, έτσι μεγαλώνουν οι γενιές των Ελλήνων, μέσα σε εθνικούς μύθους, σε αυτό που έχει αποκληθεί «εθνική μας τύφλωση».
Παρόμοια και ο ισοπεδωτικός διεθνισμός. Δεν αποδέχεται καμιά ιδιαιτερότητα, καμιά εθνική συνείδηση, κανένα κοινό συναίσθημα λόγω γλώσσας και ιστορίας. Αντιμετωπίζει όλη την ανθρωπότητα, επομένως και τους Έλληνες, σα να μη υπάρχουν επιμέρους διαφοροποιήσεις.
Στη μέση στέκεται ο λογικός και μετρημένος πατριωτισμός, που απορρίπτει τόσο τον εθνικισμό όσο και τον διεθνισμό. Καλλιεργεί την αγάπη για την πατρίδα, την ελληνική γλώσσα, την Ελλάδα συνολικά, επειδή συμβαίνει να είναι η δική μας πατρίδα, όχι η ανώτερη ή η καλύτερη. Επίσης, δεν ανθολογεί μόνο τις «μεγάλες στιγμές» και τις μεγάλες επετείους, αλλά καλλιεργεί μια συνολική συνείδηση ιστορικότητας, με τα μικρά και τα μεγάλα, με τα θετικά και με τα αρνητικά. Αυτές τις ημέρες, για παράδειγμα, κλείνουν 71 χρόνια από τη δεύτερη μάχη του Ελ Αλαμέιν και το τέλος του πολέμου στη Β. Αφρική. Μιλάμε για ιστορικά γεγονότα στα οποία συμμετείχε και ελληνικός στρατός. Ακούσατε τίποτα γι’ αυτό; Όχι βέβαια, γιατί δεν έχει περιληφθεί στο αυθαίρετο «corpus» των «μεγάλων στιγμών».
Με τις διεκπεραιωτικές, απαξιωτικές ή ρηχές θεωρήσεις να κυριαρχούν, δεν είναι περίεργο που η Ακροδεξιά προσεγγίζει αυτά τα θέματα καλύπτοντας το κενό – με το δικό της τρόπο φυσικά: τη βία και την τρομοκρατία. Αυτό κι αν είναι αυθαίρετο.
Οι εθνικές επέτειοι έχουν νόημα ενταγμένες σε ένα γενικότερο πλαίσιο ιστορικότητας και ενιαίας, κατά το δυνατόν, πατριωτικής μνήμης. Μακριά από διχασμούς και βίαιες εκδηλώσεις, τις οποίες ο κάθε πικραμένος προσπαθεί να συνδέσει με το σήμερα, μακριά από μονομέρειες και ιστορικές απλοποιήσεις που καταντούν απλοϊκότητες. Στο κάτω κάτω, είναι μια ευκαιρία αναστοχασμού και περισυλλογής, μια ευκαιρία να θυμηθούμε για ποιες αξίες έπεσαν ηρωικά όσοι έπεσαν. Και στις 28 Οκτωβρίου του 1940, θυμόμαστε όσους έπεσαν, μέχρι και τον Μάιο του 1941 (Μάχη της Κρήτης), κατά του φασισμού και του ναζισμού.
Η 28η Οκτωβρίου 2013 συμπίπτει με μια προσπάθεια της ελληνικής δημοκρατίας να αντιμετωπίσει μια νεοναζιστική οργάνωση που κατηγορείται ως εγκληματική. Αυτό είναι ένα σημείο που συνδέει σε κάποιο βαθμό το χτες με το σήμερα, το φασισμό του Μουσολίνι με το νεοναζισμό, την άμυνα της τοτινής Ελλάδας με την άμυνα της σημερινής ελληνικής δημοκρατίας.
Λόγω της οικονομικά ευαίσθητης φάσης που περνάμε, θα ήταν ίσως καλύτερα να μην επαναφερθούν τα τανκς και τα αεροπλάνα στην παρέλαση. Εκτός αν κάποιοι σκέφτονται εντελώς πολιτικάντικα, ελπίζοντας σε ψήφους νοσταλγών της στρατοκρατίας: δηλαδή, ότι με τους ήχους από τις ερπύστριες και τα βουητά στους ουρανούς, «ισοσταθμίζονται» πολιτικά οι πρόσφατες συλλήψεις.
Πάντως, τα άρματα μάχης και τα αεροπλάνα είναι έλασσον θέμα, όχι μείζον. Αυτό που θα άξιζε είναι να δούμε και να ξανασχεδιάσουμε τη «μεγάλη εικόνα»: τη σημασία που έχουν οι επέτειοι στη συλλογική μας μνήμη, συμπεριλαμβανομένων των παρελάσεων, σε συνδυασμό με το ρόλο της εκπαίδευσης, των ΜΜΕ και της πολιτικής. Ανάλογα με τα συμπεράσματα μια τέτοιας συζήτησης, θα μπορούσαμε να θεσπίσουμε καινούργιους τρόπους συντήρησης της εθνικής μνήμης, περισσότερο θελκτικούς και λιγότερο φθαρμένους. Δυστυχώς, από τέτοιες συνδυαστικές αναλύσεις και εξαγωγές συμπερασμάτων πάσχουμε πολύ. Γι’ αυτό κάθε χρόνο, σε κάθε επέτειο, επανέρχονται οι ίδιοι προβληματισμοί.
πηγή: athensvoice
Τάνια Νικολοπούλου
Είμαι παιδί της επικοινωνίας και του χαμόγελου και με αφορμή την μέχρι τώρα πορεία μου σε αυτή τη ζωή, θέλησα να «χρωματίσω» τον κόσμο με τη δική μου παλέτα. Έτσι δημιούργησα με πολύ αγάπη το δικό μου διαδικτυακό αποτύπωμα, το likewoman.gr, θέλοντας να γεμίσω τους ανθρώπους και ιδιαίτερα τις γυναίκες με τη δική μου αστερόσκονη. Πάντα λέω ότι «εκεί έξω βρίσκονται τα πιο μαγικά πράγματα…μη φοβάσαι λοιπόν να τα περπατήσεις».