Ο θάνατος της ζωής μου…
(Απόσπασμα από τους “Έρωτες ημιδιαμονής)
Γράφει η Σταυρούλα Ζάμπρα
Οι ώρες έγιναν μέρες, χρόνια, χειμώνες. Σε ψάχνω. Τρέχω να σε προλάβω. Συλλαβίζω αυτά που θέλω να σου πω. Δεν πρέπει να ξεχάσω κάτι. Πρέπει να αδειάσω. Ψάχνω λέξεις, έννοιες, τρόπους. Σε ψάχνω παντού. Στα σκοτεινά υπόγεια, στις θάλασσες, στα πάρκα. Τίποτα. Μεγαλώνω, αλλάζω. Θα με γνωρίσεις; Κάθομαι σε ενα παγκάκι. Κοιμάμαι. Ξυπνάω με την πρώτη μου ρυτίδα. Δεν φάνηκες ακόμα. Πίνω ενα καφέ και καπνίζω. Για πρώτη φορά καπνίζω. Αλλάζω όψη. Με βλέπω στο μικρό καθρεφτάκι που έχω στην τσάντα μου. Φοράω κραγιόν. Ίσως σε λίγο σε συναντήσω. Συνεχίζω να τρέχω να τρέχω να τρέχω. Επαναλαμβάνω τα λόγια που θέλω να σου πω. Τρέμω απο φόβο μη ξεχάσω κάτι. Βράδιασε πάλι. Απόψε εχει φεγγάρι. Οι ευχές μας πραγματοποιούνται πιο εύκολα με τη βοήθεια του. Στέκομαι και το κοιτάζω. “Βοήθησε με….” Και συνεχίζω να τρέχω απορροφημένη στα θέλω και στις λέξεις μου. Ξημέρωσε καλοκαίρι. Επιτέλους. Μεγάλωσε η μερα. Έχω περισσότερο φως για να σε ψάξω. Και όλο συμπληρώνω λέξεις και όλο συμπληρώνω “θέλω”. Που είσαι;
Χειμώνιασε πια και εγώ συνεχίζω να μεγαλώνω. Κρατώ στη χούφτα μου κάτι χάπια. Μπλε, κόκκινα, κίτρινα. Πριν το φαγητό και μετά το φαγητό. Για να θυμάμαι να γυρίζω σπίτι μου λένε. Χάνω τους δρόμος πια. Και καμία φορά δεν με γνωρίζω. Μόνο περνάνε μπροστά απο τα ματιά μου δρόμοι….. Που δεν με οδήγησαν ποτέ σε σενα! Που είσαι; Δεν θυμάμαι τι μέρα ειναι, μα σ’αγαπάω.
Δεν ξέρω αν ο ήχος της βροχής που ακούω απο το δωμάτιο μυρίζει άνοιξη.Δεν ξέρω πια. Δεν έχω δύναμη να ψάξω.
Πως πέρασε η ωρα ψάχνοντας;
Και εγώ εδώ,μόνη, να σκέφτομαι πως ίσως σε προσπέρασα. Πως ίσως δεν σε άκουσα. Τι εγωισμό μυρίζει ο θάνατος της ζωής μου!