Μ’ ακούει κανείς;
Μ’ ακούει κανείς εκεί έξω;!
Τόσο φως και ούτε ένας άνθρωπος ζωντανός. Πτώματα παντού. Μια γάτα μόνο ολοζώντανη κουνάει την ουρά της καθώς τρώει από κάτι αποφάγια σε έναν κάδο. Την χαζεύω ώρες. Περπατάει ρυθμικά ανάμεσα από τις ανθρώπινες σάρκες.
Μ’ ακούει κανείς;! Μόνο στο ψιτ ψιτ γύρισε η γατούλα και μου νιαούρισε. Τρίφτηκε έπειτα λίγο στο πόδι μου. Το χάδι της σα δύναμη μέσα μου. Συνέχισα τον δρόμο. Νύχτωσε και τα φώτα αποδυνάμωσαν.
Τα πτώματα άρχισαν πανικόβλητα να τρέχουν ανοιγοκλείνοντας τα μάτια τους σαν να εκλιπαρούσαν για ήλιο. Αλλάζουν οι άνθρωποι τις νύχτες… Αποδυναμώνονται οι άμυνες και ξυπνά μέσα τους ο πόθος για ζωή. Και τι τρόμος! Σαν καθρέφτης ο ένας απέναντι από τον άλλον δολοφονούνται…
Στάζουν φαρμάκι τα πτώματα τις νύχτες και δηλητηριάζουν τη φύση.
Η γατούλα άρχισε το ξημέρωμα να τρώει πτώματα κουνώντας ρυθμικά την ουρά της. Τα πτώματα συνέχισαν την πορεία τους στο μάταιο … Λένε πως η γατούλα κάποιο βράδυ τρίφτηκε στο πόδι κάποιου που είχε γλιτώσει από ένα σπάνιο φάρμακο… Την αγάπη!
Γράφει η Σταυρούλα Ζάμπρα