Lauren Bacall: Το “βλέμμα” του Hollywood.
Η μεγάλη σταρ του Αμερικάνικου κινηματογράφου και της χρυσής εποχής του Hollywood στις δεκαετίες του ’40 και του ΄50, η Lauren Bacall, μπορεί να μην είναι πια στην ζωή, αλλά το βλέμμα της είναι!
Η Lauren Bacall, ήταν Αμερικανίδα ηθοποιός του κινηματογράφου και του θεάτρου. Γνωστή για το διαπεραστικό της βλέμμα, τη βραχνή φωνή της και την θελκτική της εμφάνιση, αποτέλεσε ίνδαλμα της μόδας κατά τη δεκαετία του 1940. Είναι πιθανώς περισσότερο γνωστή ως πρωταγωνίστρια σε φιλμ νουάρ, όπως οι ταινίες «Πάθος και αίμα» (1946) και «Σκοτεινή Διάβασις» (1947), όπως επίσης απόλαυσε την επιτυχία πρωταγωνιστώντας στο Μπρόντγουεϊ, στα μιούζικαλ «Applause» (1970) και «Woman of the Year» (1981). Το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου την έχει κατατάξει εικοστή στη λίστα με τις 25 μεγαλύτερες σταρ όλων των εποχών.
Η Μπακόλ γεννήθηκε με το όνομα Μπέτυ Τζόαν Πέρσκε στη Νέα Υόρκη, μοναχοκόρη της Νάταλι, μιας γραμματέως, και του Ουίλιαμ Πέρσκε, που ήταν πωλητής. Οι γονείς της ήταν Εβραίοι μετανάστες, με τις δικές τους οικογένειες να προέρχονται από τη Γαλλία, την Πολωνία, τη Ρουμανία και τη Γερμανία. Ο πρώτος της ξάδερφος είναι ο πρώην πρωθυπουργός και πρόεδρος του Ισραήλ, Σιμόν Πέρες. Οι γονείς της πήραν διαζύγιο όταν ήταν έξι ετών. Τότε ήταν που υιοθέτησε το επώνυμο της μητέρας της. Από τότε δεν ξαναείδε τον πατέρα της, δέθηκε απίστευτα με τη μητέρα της, την οποία και πήρε μαζί της στην Καλιφόρνια όταν έγινε σταρ του σινεμά.
Η σύζυγος του σκηνοθέτη και παραγωγού Χάουαρντ Χωκς την πρόσεξε το Μάρτη του 1943 στο εξώφυλλο του “Harper’s Bazaar” και παρότρυνε τον σύζυγο να της κάνει δοκιμαστικό. Εκείνος προσκάλεσε τη Μπακόλ στο Χόλιγουντ για οντισιόν. Της προσέφερε επταετές προσωπικό συμβόλαιο, της παρείχε $100 την εβδομάδα, και ξεκίνησε να προωθεί την καριέρα της. Άλλαξε δε και το όνομά της σε Λωρίν Μπακόλ. Η Νάνσυ Χωκς την πήρε υπό την προστασία της. Την έντυνε με στιλ και την καθοδηγούσε σε θέματα κομψότητας, τρόπων και γούστου. Η φωνή της Μπακόλ εκπαιδεύτηκε να γίνει χαμηλότερη, πιο αρρενωπή και σέξυ, κάτι που κατάληξε σε μια από τις πιο αναγνωρίσιμες φωνές στο Hollywood.
Η εικοσάχρονη Μπακόλ κάθισε στο πιάνο όπου έπαιζε ο Αντιπρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Χάρρυ Τρούμαν. Οι φωτογραφίες προκάλεσαν συζητήσεις και απασχόλησαν τον Τύπο σε όλο τον κόσμο.
Κατά τη διάρκεια των δοκιμαστικών για την ταινία «Να έχεις και να μην έχεις» (1944) ήταν νευρική, έτσι για να ελαχιστοποιήσει το τραύλισμά της, πίεζε το σαγόνι στο στήθος και για να κοιτά την κάμερα έστρεφε τα μάτια προς τα πάνω. Το εφέ έμεινε γνωστό ως «Το Βλέμμα», το σήμα κατατεθέν της ηθοποιού. Η ερμηνεία της στην εν λόγω ταινία θεωρείται ένα από τα δυναμικότερα ντεμπούτα στην ιστορία του κινηματογράφου.
Λίγες βδομάδες μετά την έναρξη των γυρισμάτων, ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, σύζυγος τότε της ηθοποιού Μάγιο Μέτχοτ, την είδε και άλλαξαν τα πάντα στην ζωή του. Στις 21 Μαΐου 1945, παντρεύτηκαν. Η Μπακόλ ήταν 20 και ο Μπόγκαρτ 45. Έμειναν μαζί μέχρι το θάνατο του Μπόγκαρτ από καρκίνο το 1957. Ο Μπόγκαρτ συνήθιζε να την αποκαλεί «Μωρό», ακόμη κι όταν αναφερόταν σε αυτή μπροστά σε άλλους. Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας «Η Βασίλισσα της Αφρικής», το ζεύγος έπιασε φιλία με την Κάθριν Χέπμπορν και το σύντροφό της Σπένσερ Τρέισι.
Κατά την διάρκεια της καριέρας της απέρριπτε σενάρια που δεν έβρισκε ενδιαφέροντα και έτσι κέρδισε τη φήμη πως ήταν δύσκολη. Ήξερε όμως τι έκανε. Διάλεγε ρόλους που της πήγαιναν και γι’αυτό σχεδόν πάντα έπαιρνε θετικές κριτικές. Στην ταινία «Η Γυναίκα των Χιμαιρών» (1950), όπου συμπρωταγωνίστησε με την Ντόρις Ντέι και τον Κερκ Ντάγκλας, η Μπακόλ υποδύθηκε μια διπρόσωπη femme fatale με μια υποψία λεσβιασμού στο χαρακτήρα της. Η ταινία αυτή συχνά θεωρείται το πρώτο μεγάλου προϋπολογισμού φιλμ τζαζ.
Η Μπακόλ πρωταγωνίστησε στην κωμωδία «Πώς να παντρευτείτε έναν εκατομμυριούχο» (1953), μια μεγάλη επιτυχία όπου συναντήθηκε στην οθόνη με την Μέριλιν Μονρόε και τη Μπέτι Γκρέιμπλ. Η Μπακόλ πήρε πολύ καλές κριτικές για τη μεταστροφή της στην έξυπνη τυχοδιώκτρια, Page. Τρία χρόνια αργότερα, το 1956, όταν πάλευαν με την ασθένεια του Μπόγκαρτ (καρκίνο του οισοφάγου), η Μπακόλ πρωταγωνίστησε στο πλευρό του Γκρέγκορι Πεκ στην κωμωδία «Η γυναίκα μου, εγώ κι ο πειρασμός». Σκηνοθέτης ήταν ο Βιντσέντε Μινέλλι και κυκλοφόρησε το 1957. Ο Μπόγκαρτ υπέκυψε τον ίδιο χρόνο.
Λίγο καιρό μετά το θάνατο του Μπόγκαρτ το 1957, η Μπακόλ ξεκίνησε δεσμό με τον Φρανκ Σινάτρα. Μια σχέση που τέλειωσε άδοξα, γιατί ο Σινάτρα θύμωσε που η πρόταση γάμου που της έκανε έφτασε στα αυτιά του Τύπου.
Παντρεύτηκε τον ηθοποιό Τζέισον Ρόμπαρτς και σύμφωνα με την αυτοβιογραφία της, πήραν διαζύγιο εξαιτίας του εθισμού του στο αλκοόλ. Η Μπακόλ απέκτησε δύο παιδιά από το γάμο της με τον Μπόγκαρτ και ένα με τον Ρόμπερτς. Πρόκειται για το Στήβεν Μπόγκαρτ, παραγωγό ειδήσεων, δημιουργό ντοκιμαντέρ και συγγραφέα, τη Λέσλι Μπόγκαρτ, καθηγήτρια της γιόγκα και το Σαμ Ρόμπαρτς, ηθοποιό. Δεν παντρεύτηκε άλλη φορά.
Στις 14 Νοεμβρίου του 2009, η Μπακόλ έλαβε τιμητικό Όσκαρ για την πολύχρονη καριέρα της και την προσφορά της στην έβδομη τέχνη.
Η ηθοποιός έγραψε δυο αυτοβιογραφίες με τίτλους «Lauren Bacall By Myself» (1978) και «Now» (1994). Το 2005, επανέκδωσε τον πρώτο τόμο προσθέτοντας ένα κεφάλαιο ακόμη. Ο νέος του τίτλος ήταν «By Myself and Then Some».
Στην ταινία «Dogville» (2003) με τη Νικόλ Κίντμαν