Skip to main content
admin ajax.php?action=kernel&p=image&src=%7B%22file%22%3A%22wp content%2Fuploads%2F2023%2F04%2FLikewomangrmegali paraskevi

Η Μεγάλη Παρασκευή μέσα από την ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη: «Πένθιμος πράος ουρανός μες στο λιβάνι»

author likewoman

3 Μάι 2024

Μεγάλη Εβδομάδα ή Εβδομάδα των Παθών ή κατά το επισημότερο, Αγία και Μεγάλη Εβδομάς, ονομάζεται σύμφωνα με το χριστιανικό εορτολόγιο η αμέσως επόμενη εβδομάδα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.

Αρχίζει από την Κυριακή των Βαΐων το βράδυ, οπότε τελείται η Ακολουθία του Νυμφίου, δηλαδή του όρθρου της Μεγάλης Δευτέρας, και τελειώνει το Μεγάλο Σάββατο. Είναι αφιερωμένη στα Άγια Πάθη του Ιησού Χριστού. Ονομάζεται Μεγάλη από την ανάμνηση των γεγονότων που διαδραματίζονται καθ’ εκάστη των ημερών αυτής, τα οποία θεωρούνται ιδιαίτερα σημαντικά για τη χριστιανική θρησκεία.

Το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής αποτελεί την κορύφωση του Θείου Δράματος με την Ακολουθία των Μεγάλων Ωρών και τον Εσπερινό της Αποκαθήλωσης όπου ο ιερέας κατεβάζει τον Εσταυρωμένο από τον Σταυρό και τον τυλίγει σε καθαρό σεντόνι ενώ από αργά το βράδυ έχει ετοιμαστεί ο Ιερός Επιτάφιος, δηλαδή το Άγιο Σώμα του Κυρίου, και το βράδυ οι πιστοί παρακολουθούν με κατάνυξη τον όρθρο του Μεγάλου Σαββάτου και την Ακολουθία του Επιταφίου, ενώ ψάλλονται τα «Εγκώμια» σε τρεις στάσεις: Ἡ ζωὴ ἐν τάφῳ (α΄ στάση), Ἄξιόν ἐστί (β΄ στάση), και Αἱ γενεαὶ πᾶσαι (γ΄ στάση), μετά τα οποία πραγματοποιείται η περιφορά του Επιταφίου στους δρόμους της πόλης ή του χωριού.

Παρακάτω διαδραματίζεται η Μεγάλη Εβδομάδα μέσα από την ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη:

Μ. ΔΕΥΤΕΡΑ
ΚΑΤΑΚΟΠΟΣ από τις ουράνιες περιπέτειες, έπεσα τις πρωινές ώρες να κοιμηθώ.
Στο τζάμι, με κοίταζε η παλαιά Σελήνη, φορώντας την προσωπίδα του Ήλιου.

Μ. ΤΡΙΤΗ
ΜΟΛΙΣ ΣΗΜΕΡΑ βρήκα το θάρρος και ξεσκέπασα το κηπάκι σαν φέρετρο. Με πήραν κατάμουτρα οι μυρωδιές, λεμόνι, γαρίφαλο.
Ύστερα παραμέρισα τα χρόνια, τα φρέσκα πέταλα και να: η μητέρα μου, μ’ ένα μεγάλο άσπρο καπέλο και το παλιό χρυσό ρολόι της κρεμασμένο στο στήθος.
Θλιμμένη και προσεκτική. Πρόσεχε κάτι ακριβώς πίσω από μένα.
Δεν πρόφτασα να γυρίσω να δω γιατί λιποθύμησα.

Μ. ΤΕΤΑΡΤΗ
ΟΛΟΕΝΑ ΟΙ ΚΑΚΤΟΙ ΜΕΓΑΛΩΝΟΥΝ κι ολοένα οι άνθρωποι ονειρεύονται σα να ’ταν αιώνιοι. Όμως το μέσα μέρος του Ύπνου έχει όλο φαγωθεί και μπορείς τώρα να ξεχωρίσεις καθαρά τι σημαίνει κείνος ο μαύρος όγκος που σαλεύει
Ο λίγες μέρες πριν ακόμη μόλις αναστεναγμός
Και τώρα μαύρος αιώνας.

Μ. ΠΕΜΠΤΗ
ΜΕΡΑ ΤΡΕΜΑΜΕΝΗ όμορφη σαν νεκροταφείο
με κατεβασιές ψυχρού ουρανού
Γονατιστή Παναγία κι αραχνιασμένη
Τα χωμάτινα πόδια μου άλλοτε
(Πολύ νέος ή και ανόητα όμορφος θα πρέπει
να ήμουν)
Οι και δύο και τρεις ψυχές που δύανε
Γέμιζαν τα τζάμια ηλιοβασίλεμα.

Μ. ΠΕΜΠΤΗ, β
ΣΩΣΤΟΣ ΘΕΟΣ. Όμως κι αυτός έπινε το φαρμάκι του
γουλιά γουλιά καθώς του είχε ταχθεί
έως ότου ακούστηκε η μεγάλη έκρηξη.
Χάθηκαν τα βουνά. Και τότε αλήθεια φάνηκε
πίσω από το πελώριο πηγούνι ο κύλικας

Κι αργότερα οι νεκροί μες στους ατμούς, εκτάδην.

Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
ΣΑΝ ΝΑ ΜΟΝΟΛΟΓΩ, σωπαίνω.
Ίσως και να ’μαι σε κατάσταση βοτάνου ακόμη
φαρμακευτικού ή φιδιού μιας κρύας Παρασκευής
Ή μπορεί και ζώου από κείνα τα ιερά
με τ’ αυτί το μεγάλο γεμάτο ήχους βαρείς
και θόρυβο μεταλλικό από θυμιατήρια.

Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, β
Αντίς για Όνειρο
ΠΕΝΘΙΜΟΣ ΠΡΑΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ μες στο λιβάνι
αναθρώσκουν παλαιές Μητέρες ορθές σαν κηροπήγια
τυφεκιοφόροι νεοσύλλεκτοι σε ανάπαυση
μικρά σκάμματα ορθογώνια, ραντιστήρια, νάρκισσοι.
Σαν να ’μαι, λέει, ο θάνατος ο ίδιος αλλ’
ακόμη νέος αγένειος που μόλις ξεκινά
κι ακούει πρώτη φορά μέσα στο θάμβος των κεριών
το «δεύτε λάβετε τελευταίον ασπασμόν».

Μ. ΣΑΒΒΑΤΟ
ΠΕΡΑΣΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΗ ΧΘΕΣΙΝΗ αϋπνία μου
λίγο, για μια στιγμή, μου χαμογέλασε
η θεούλα με τη μωβ κορδέλα
που από παιδάκι μου κυκλοφοράει τα μυστικά
Ύστερα χάθηκε πλέοντας δεξιά
να πάει ν’ αδειάσει τον κουβά με τ’ απορρίματά μου
– της ψυχής αποτσίγαρα κι αποποιηματάκια –
εκεί που βράζει ακόμη όλο παλιά νεότητα
και αγέρωχο το πέλαγος.

Μ. ΣΑΒΒΑΤΟ, β
ΠΑΛΙ ΜΕΣ ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΙΑ της θάλασσας το μαύρο
εκείνο σύννεφο που ανεβάζει κάπνες
όπως φωνές επάνω από ναυάγιο
Χαμένοι αυτοί που πιάνονται από τ’ Άπιαστα
Όπως εγώ προχθές του Αγίου Γεωργίου ανήμερα
που πήα να παραβγώ μ’ αλόγατα όρθια
και θωρακοφόρους
και μου χύθηκε όλη, όξω απ’ τη γης, η ερωτοπαθής
ψυχή μου.

Από την ποιητική συλλογή «Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου», εκδόσεις «ύψιλον / βιβλία», 1984

RELATED