Η άπαιχτη βασιλόπιτα: Η Ελένη Ψυχούλη μας δίνει μια αγαπημένη συνταγή με επιστροφή στις ρίζες και πανεύκολη προετοιμασία
Πέντε χρόνια που κάνω αυτή την εκπομπή και καλούμαι να γεμίζω σελίδες περιοδικών με συνταγές που θα κλέψουν την καρδιά του πεινασμένου κοινού, έχω δει τη βασιλόπιτα να μεταμορφώνεται, να εξελίσσεται στο βωμό μιας καινούριας εποχής, που από τη μια τα θέλει όλα εύκολα-γρήγορα-φτηνά και αβάδιστα αλλά σαν φτάσουν οι γιορτές, είναι πρόθυμο να μαγειρέψει φασιανούς με φύλλα χρυσού, ελάφια με μους φραγκοστάφυλλου και άλλες γκλαμ νοστιμιές που στοιχειώνουν τη μαγειρική σημειολογία τω Χριστουγέννων.
Κι ενώ χρόνια και χρόνια η βασιλόπιτα ήταν μόνο δυό, η πολίτικη τσουρεκωτή και η κεκάτη πορτοκαλένια, αίφνης την είδα εμπρός μου να μετουσιώνεται μέσα σε τρεις σεζόν σε υπερπαραγωγή. Να γεμίζει με παστέλια, μους με ξηρούς καρπούς, φρουτόκρεμες και σοκολατόκρεμες, να ασφυκτιά κάτω από φρόστινγκς και επικαλύψεις του αμερικανικού κόσμου, να φλερτάρει επικύνδινα με ακατάλληλες παρέες, όπως οι παντός τύπου τούρτες γεννεθλίων, γάμων και λοιπών επετείων. Στην τελευταία που-κυριολεκτικά-εκτέλεσαν στο φετινό, γιορταστικό μου επεισόδιο, ευλόγως αναρωτήθηκα, πώς θα χαραχτούν τα κομμάτια του πτωχού, του Αη-Βασίλη, του νοικοκύρη και υπολοίπων συγγενών πάνω σε τόση καφετιά σαντιγύ, στολισμένη με κομμάτια καραμέλλας, φυστικιών, τρούφας, σμάρτις και λιωμένης σοκολάτας.
Μέσα μου ξεσηκώθηκε ένα «ε, όχι, ως εδώ!». Μια επιστροφή στις ρίζες. Μια νοσταλγία. Μια λιτότητα. Μια βασιλόπιτα που να έρχεται λιτή και απέριττη μέσα από την πτωχή, πλην τιμία, ελληνική μας παράδοση. Που να διαβάζεται στις σημειώσεις της γιαγιάς. Αφτιασίδωτη. Ντυμένη σεμνά, να παραχωρεί τον πρώτο ρόλο στο φλουρί της τύχης και της ευλογίας, που είναι όλο το νόημα μιας βασιλόπιτας. Το άλλο της νόημα, είναι να είναι νόστιμη, για να ταιριάξει μαγικά με τις βούτες στον καφέ ή το τσάι της πρώτης αυγής, στο παρθενικό ξύπνημα του έτους. Γι’αυτό θέλω να μοιραστώ μαζί σας τη βασιλόπιτα της Θεώνης, που κυκλοφορεί σε όλα τα σπίτια της κλειστής μου παρέας τα τελευταία είκοσι χρόνια. Η Θεώνη δεν υπάρχει πια. Υπήρξε νοστιμότατη μαγείρισσα, υπήρξε νοικοκυρά με σπίτι πεντάνοιχτο. Ψυχή του γλεντιού που ενώνει τις καρδιές πάνω από σωστοψημμένα χοιρινά, σωστοτυλιγμένα ντολμαδάκια και απολύτως ψιλοκομμένο-με το χέρι-λάχανο. Θα υπάρχει για πάντα στην αύρα του επίγειου κόσμου μας με τις συνταγές της, που φροντίζουμε να διαιωνίζουμε. Που όποτε τις φτιάχνουμε πετυχαίνουν γιατί από κει πάνω παρεμβαίνει στην αύρα τους. Οι καλές μαγείρισσες δεν πεθαίνουν ποτέ, γιατί η γεύση έχει μνήμη, έχει και την ευλογία τους. Αυτό το για πάντα «και του χρόνου!».
Υλικά
1 πακέτο βούτυρο αγελάδος
½ κιλό αλεύρι που φουσκώνει μόνο του
6 αβγά
2 ποτήρια ζάχαρη
1 ποτήρι χυμό πορτοκάλι (φυσικό please!)
3 βανίλιες
ξύσμα από 2 πορτοκάλια
1 σφηνάκι κονιάκ
ζάχαρη άχνη για τον στολισμό
Η διαδικασία (που είναι τόσο απλή)
Χτυπάς τα ασπράδια σε πολύ σφιχτή μαρέγκα.
Χτυπάς το βούτυρο σε θερμοκρασία δωματίου με τη ζάχαρη και μόλις σχεδόν ομογενοποιηθούν, ρίχνεις έναν-έναν τους κρόκους χτυπώντας συνεχώς το μείγμα.
Μόλις όλα ενωθούν, ρίχνεις το αλεύρι, το χυμό πορτοκαλιού και τις βανίλιες, συνεχίζοντας το χτύπημα. Με ξύλινη κουτάλα και υπομονή, “σαν να διπλώνεις το υλικό” από κάτω προς τα πάνω, ενσωματώνεις τη μαρέγκα στο μείγμα.
Βάζεις το μείγμα σε βουτυρωμένο και αλευρωμένο στρογυλό μεσαίο ταψάκι και ψήνεις για 1 ώρα στους 180 βαθμούς, σε προθερμασμένο φούρνο.
Όσο ψήνεται μην ανοίξεις το φούρνο, γιατί θα ξεφουσκώσει.
Μόλις κρυώσει την ξεφορμάρεις, βάζεις την άχνη σε σουρωτήρι και την αχνίζεις.
Για να τη στολίσεις, τη δένεις με ωραίο φιόγκο με μια κόκκινη κορδέλα (από αυτές που περισεύουν από τα δώρα των εορτών), της βάζεις και ένα μικρό γκι ή κάτι από τα στολίδια του δέντρου.
Το φλουρί το μπήγεις από κάτω τη στιγμή που θα την ξεφορμάρεις.
Έτσι η νοικοκυρά ξέρει πάντα πού κείτεται το φλουρί, σε περίπτωση που θέλει να πάει κάπου συγκεκριμένα το φλουρί, συνήθως στα παιδάκια του σπιτιού.
Και του χρόνου!