Η τέχνη του να κατασκευάζεις και η ευθύνη του να δημιουργείς.
”Γέννημα της φθοράς” όπως την αποκαλεί ο Ιταλός ποιητής Giacomo Leopardi, παραλληλίζοντας την μάλιστα με τον θάνατο στον φανταστικό ”διάλογο” τους, στο ρομαντικό αλλά και σκοτεινό ποίημα που έγραψεστις αρχές του 19ου αιώνα, το μόνο που δεν αλλάζει σε αυτή είναι η ίδια η αλλαγή, αφού άλλωστε αυτή καθαυτή την καθορίζει.
Οι εναλλαγές στις τάσεις της και η συνεχής εξέλιξη της – μέσα στις δεκαετίες κάποτε, πιο σύντομα έως αφόρητα συχνά πλέον – έγινε πολλές φορές αιτία αμφισβήτησης του θετικού της ρόλου. Η ίδια ωστόσο συνεχίζει να είναι αντικείμενο μελέτης αλλά και λατρείας.
Κατά πόσο όμως η ίδια – η μόδα – είναι εργαλείο ελεύθερης έκφρασης τέθηκε και αυτό ως θέμα συζήτησης και επίσης αμφισβητήθηκε.
Είναι σίγουρα μέσο έκφρασης, ένας άλλος τρόπος τοποθέτησης, μια διαφορετική χειραψία με τον συνομιλητή μας. Συστηνόμαστε με αυτή, άλλοτε κάνουμε καλή εντύπωση, άλλοτε πάλι μας εκθέτει. Κάποτε ήταν πάρα πολύ δύσκολο να πεις ότι επέλεξες ελεύθερα με πιο από τα προϊόντα της θα ταυτιστείς εφόσον οι επιλογές ήταν προκαθορισμένες άρα κατά κάποιον τρόπο περιορισμένες. Έχοντας ήδη ολοκληρώσει τη δεύτερη δεκαετία του 21 αιώνα και ενώ όλα ήδη τα έχουμε ξαναδεί είμαστε θεωρώ πιο κοντά από ποτέ σε αυτή καθαυτή τη δημιουργία της.
Η κρίση γέννησε ανάγκες που δεν υπήρχαν πριν μια εκ των οποίων ήταν να δημιουργούμε μόνοι μας τα ρούχα μας. Άλλωστε πότε άλλοτε υπήρχαν τόσοι ρομαντικοί που έραβαν οι ίδιοι τα δικά τους ρούχα.
Γλυκό; Ναι! Δημιουργικό; Επίσης.
Εμπεριέχει όμως έναν κίνδυνο. Όταν κάποτε διαλέγαμε ανάμεσα σε ότι υπήρχε στην αγορά οι επιλογές μας ήταν σχετικά πιο περιορισμένες ήταν όμως εμπεριστατωμένες. Γιατί τα ρούχα ανάμεσα στα οποία βρισκόταν και η επιλογή μας ήταν σχεδιασμένα από σχεδιαστές. Με γνώσεις και σπουδές και όσον αφορά κάποιες ελάχιστες εξαιρέσεις -αυτές των αυτοδίδακτων- με τεράστιο ταλέντο σίγουρα. Κι αυτό είναι πολύ διαφορετικό από το να σχεδιάζει μόνη της και μόνη της να κατασκευάζει τα ρούχα της κάθε γυναίκα που επαγγέλλεται οτιδήποτε ή τίποτε – όχι όμως κάτι συναφές – και που είναι υπεύθυνη είτε για το αριστούργημα που θα κατασκευάσει είτε για τον βιασμό που θα υποστεί η αισθητική μας στα χέρια της.
Πριν πολλά χρόνια στην Ελλάδα υπήρχαν αρκετά σοβαρές σχολές σχεδιαστών μόδας που λόγο κρίσης – οι πλέον γνωστές και καταξιωμένες μάλιστα από αυτές – δεν υπάρχουν πια. Ο κενός χώρος που δημιουργήθηκε, καλύφθηκε από εργαστήρια που σε μάθαιναν να φτιάχνεις μόνος σου τα δικά σου ρούχα, τα οποία μάλιστα λόγο των συνθηκών αναπτύχθηκαν ραγδαία. Παρατηρείτε λοιπόν το φαινόμενο να γεννιέται μια μόδα οικιακή με αμφίβολη αισθητική. Την οποία κατά την γνώμη μου θεωρώ επικίνδυνη. Δεν μπορείς να διδάξεις σε κάποιον να φτιάχνει ρούχα αν πρώτα δεν του διδάξεις ποιοι έφτιαξαν πριν από αυτόν ρούχα, τι είναι τα ρούχα. Είναι μεγάλη ευθύνη, η απόφαση για την αισθητική μας προίκα. Ευθύνη που οι μοδίστρες του προηγούμενου αιώνα – μεταξύ των οποίων και η γιαγιά μου – δεν έπαιρναν.Έχοντας γνώση του ότι το σχέδιο είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση και ταυτόχρονα ξέροντας ότι το ταλέντο τους ήταν κυρίως κατασκευαστικό κρατούσαν επαφή με τις πρωτεύουσες τις μόδας και κυρίως με το Παρίσι, το οποίο και συχνά επισκέπτονταν προκειμένου να επιλέξουν και να αγοράσουν τα πατρόν των μοντέλων που επέλεγαν να παρουσιάσουν στο δικό τους κοινό. Πάντα σχεδιασμένα από τον μεγάλο οίκο ραπτικής, Dior, Balmain, Vionnet κλπ. κατασκευασμένο όμως από τις ίδιες και τις μαθητευόμενες τους με τόση τέχνη που δύσκολα το ξεχώριζες από το αυθεντικό πρωτότυπο. Οι μοδίστρες αυτές εξαιτίας αυτού, λέγονταν”copistes”. Οι copistes αντέγραψαν νόμιμα τον προηγούμενο αιώνα, όλη τη διεθνή μόδα, δεν φιλοδόξησαν όμως ποτέ να αποκτήσουν τον τίτλο του δημιουργού. Γνώριζαν ίσως καλύτερα από εμάς σήμερα πως άλλο η τέχνη του να κατασκευάζεις και άλλο η ευθύνη του να δημιουργείς.
___________________
Το οικογενειακό ατελιέ της Μαρίας Διαμάντη λειτούργησε για πρώτη φορά στον Κεραμεικό το 1930 ως ένα κλασσικό μοδιστράδικο της εποχής
Η ιδιοκτήτρια του, Μαρία Διαμάντη η μεγαλύτερη, κατασκευάστρια ρούχων και καπέλων, λόγω της μεγάλης εμπειρίας της και της διάθεσης της να μεταδώσει τις γνώσεις της, ιδρύει –παράλληλα με τις δραστηριότητες του ατελιέ- τη σχολή κοπτικής – ραπτικής Μαρία Διαμάντη από την οποία, στα χρόνια που λειτούργησε, αποφοίτησε πολύ μεγάλος αριθμός σπουδαστριών.Η εγγονή της Μαρίας Διαμάντη, η Μαρία Διαμάντη η νεότερη, γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στο οικογενειακό ατελιέ και σχολή ραπτικής. Σπούδασε σχέδιο μόδας και ενδυματολογία θεάτρου και δίδαξε σε σχολές μόδας στην Ελλάδα. Το 2011 δημιούργησε το δικό της ατελιέ στον ίδιο δρόμο του Κεραμεικού όπου στεγαζόταν το πρώτο εκείνο ατελιέ, της γιαγιάς της, την οδό Μαραθώνος. Από τότε σχεδιάζει και πουλά ρούχα χειροποίητα, αποκλειστικά κατασκευασμένα για το άτομο για το οποίο προορίζονται, αναβίωσε τα ”μαθήματα μόδας” που η γιαγιά της παρέδιδε και μελετά και κατασκευάζει τα ”γλυπτά φορέματα” .
Το 2017 επέκτεινε τις δραστηριότητες του ατελιέ παραδίδοντας on-line μαθήματα μόδας σε Έλληνες του εξωτερικού σε όλο τον κόσμο μέσω των οποίων η ομάδα της μεγάλωσε και απέκτησε διεθνή χαρακτήρα. Είχε ήδη παρουσιάσει με την ομάδα των μαθητών της δύο αφιερωματικές εκθέσεις, τη μια τον Απρίλιο του 2014 με τίτλο ”180 minutes for 18 ideas” και θέμα το κοστούμι ως μορφή τέχνης με εναλλακτικές πρώτες ύλες και τη δεύτερη τον Ιούνιο του 2017 με τίτλο #fashionrewindproject και θέμα το κοστούμι ως μορφή τέχνης στη μόδα και τον κινηματογράφο προηγούμενων δεκαετιών, όταν μαζί με την ομάδα της ανακοίνωσαν ότι δύο χρόνια ήδη μελετούσαν και εργάζονταν πάνω στην τρίτη τους κατά σειρά ομαδική έκθεση με θέμα την επικαιρότητα των Ελλήνων κορυφαίων και διεθνώς καταξιωμένων σχεδιαστών στην οποία μάλιστα επρόκειτο να λάβουν μέρος μαθητές μόδας από όλο τον κόσμο οι οποίοι θα ταξίδευαν για το σκοπό αυτό στην Αθήνα.
Το πρώτο μέρος της έκθεσης αυτής, της Μαρίας Διαμάντη και της ομάδας της, φόρος τιμής στους Παγκόσμιους Έλληνες Σχεδιαστές, με τίτλο #Ode_Couture , παρουσιάστηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 2019 στο Μουσείο Μπενάκη, Πειραιώς 138.