Η Ομογένεια Μαθαίνει Μόδα
Γράφει η Μαρία Διαμάντη
Έχω από το πρωί ένα κορίτσι εκεί στο μακρινό Ριάντ που προσπαθεί να κάνει την πρώτη της εργασία στη ραπτική. Προσπαθώ παράλληλα να γράψω το καινούριο μου άρθρο. Από τα πολλά μηνύματα για οδηγίες χάνω το νόημα, χάνω τις σκέψεις μου. Σκίζω το άρθρο..Θα γράψω γι’ αυτή.
Υπάρχει μια Ελλάδα βλέπετε, γεωγραφικά εντός συνόρων, που ακόμα παλεύει, που αγωνίζεται όπως μπορεί, ενάντια σε όλους όσους έχουν παραιτηθεί. Τη λένε νέα γενιά. Υπάρχει όμως και μια άλλη Ελλάδα, σκορπισμένη παντού στον κόσμο,που συγκινητικά θα έλεγα προσπαθείνα δημιουργήσει ότι δε μπόρεσε από δω. Αυτή είναι η Ελλάδα που καθημερινά εγώ συναναστρέφομαι. Η ομογένεια που μαθαίνει μόδα.
Για λόγους κυρίως εμπορικούς ή οικονομικούς οι Έλληνες ανέκαθεν μετανάστευαν δημιουργώντας μεγάλες κοινότητες σε πολλά μέρη του πλανήτη. Στη δική μας μάλιστα τέχνη – γιατί δε μου αρέσει να το λέω επάγγελμα – κάποιοι τα κατάφεραν τόσο καλά που η ιστορία της μόδας τους ονόμασε ”Διεθνείς”. Όμως με αυτούς θα ασχοληθούμε εκτενώς στο μέλλον.
Σήμερα οι νέοι – και συμπεριλαμβάνω μέσα σε αυτούς και τον εαυτό μου γιατί πολλές φορές έχω φλερτάρει με την ιδέα – έχουν όνειρα μεγάλα. Όνειρα για τα οποία η χώρα δεν διαθέτει πλέονπρόσφορο έδαφος να αναπτυχθούν σε αντίθεση με το εξωτερικό που από δω φαντάζει γη της επαγγελίας. Η χρονική περίοδος που αποφασίσαμε την αναβίωση του ατελιέ συνέπεσε με την αρχή της κρίσης. Αντιμετώπισα λοιπόντο φαινόμενο κάποια από τα παιδιά που έρχονταν σε εμένα προκειμένου να μάθουν μόδα να έχουν εξ αρχής αποφασίσει ότι άμεσα πρέπει να εγκαταλείψουν τη χώρα με σκοπό να αναζητήσουν την τύχη τους σε κάποια άλλη του εξωτερικού. Αναζητούσαν ωστόσο τρόπους να συνεχίσουν ότι είχαμε ξεκινήσει. Αποφασίσαμε λοιπόν, με κάποια επιφύλαξη στην αρχή – και με την προϋπόθεση ότι ήταν παιδιά ήδη δουλεμένα από εμένα εδώ – να δοκιμάσουμε να καταργήσουμε τις αποστάσεις και να καθίσουμε απέναντι στον υπολογιστή του ο καθένας να δούμε τι μπορούμε να καταφέρουμε. Και είναι εντυπωσιακό το πόσα καταφέραμε και συνεχίζουμε να καταφέρνουμε.
Τα Σαββατοκύριακα δεν ησυχάζω – όλο και κάποια θα διαβάζει όλο και κάποια απορία θα χει. Τον Αύγουστο, τα Χριστούγεννα και το Πάσχα δεν κάνω σχεδόν ποτέ πια διακοπές, οι γιορτές – μιας και οι περισσότερες έρχονται Ελλάδα για να επισκεφτούν τις οικογένειες τους – είναι ιδανική ευκαιρία για μάθημα από κοντά. Αν τώρα υπολογίσετε και τη διαφορά ώρας καταλαβαίνεται πως ζω. Όμως πριν με λυπηθείτε θα σας πω ένα.. Τα Χριστούγεννα θα κάνουμε ένα μεγάλο πάρτυ. Με τις εδώ μαθήτριες αλλά και όσες θα έχουν μόλις έρθει Ελλάδα για διακοπές και μάθημα. Και θα φάμε γλυκά απ όλο τον κόσμο και θα πιούμε ποτά απ όλο τον κόσμο που μόλις θα έχουν φέρει.Όσο γι αυτές που θα λείπουν θα τις βάλουμε σε on line σύνδεση και θα είναι μαζί μας. Όταν κάνουμε μάθημα έχω πολλές φορές δει, απ το παράθυρο του σπιτιού κάποιας μαθήτριας,τον ήλιο να δύει πίσω από τους φοίνικες της Σαουδικής Αραβίας ή να χιονίζει στο Λονδίνο ή τη Νέα Υόρκη. Όταν ταξιδεύουμε έχουμε σε όλο τον κόσμο κάπου να μείνουμε και αν υπολογίσετε και την περηφάνια που νιώθω γι αυτές και για την προσπάθεια που καταβάλουν -προσπάθεια και να τα καταφέρουν εκεί έξω αλλά και να διατηρήσουν δεσμούς-, αξίζει την κάθε στιγμή.
Και μιας και αναφέρθηκα στην προσπάθεια τους να διατηρήσουν δεσμούς θυμάμαι τα λόγια που πρόσφατα διάβασα, λόγια ενός από τους πλέον διάσημους Έλληνες σχεδιαστές που δούλεψαν από το εξωτερικό, του Γιάννη Ντεσσέ.
‘‘ [..]Προσπαθώ πάντα να μην ξεχνάω την πατρίδα μου, την Ελλάδα και δεν παραλείπω, όταν μου δίνεται η ευκαιρία, να την επισκέπτομαι έστω και για λίγες ώρες.Θα σας ομολογήσω κάτι.. Την άνοιξη (σ.σ. του 1956) η Αθήνα θα αποκτήσει μια boutique Desses που θα έχει θαυμάσια μοντέλα προσαρμοσμένα στην Ελληνική νοοτροπία και τσέπη. Θέλω να βοηθήσω την Ελληνίδα να γίνει κομψότερη και από την Παριζιάνα, γι αυτό το λόγο οι τιμές θα είναι λογικότατες. Και θα το κατορθώσω, διότι οι Ελληνίδες είναι αναμφισβήτητα από τις πλέον καλαίσθητες γυναίκες του κόσμου. ” ( Απόσπασμα από τη συνέντευξη του Jean Desses στη Γιολάντα Ανδρουλιδάκη για την εφημερίδα ”Εθνος”, 1.9.1955 )