
Φιλίππα Κουτούπα: Μια δυναμική παρουσία που φέρνει φρεσκάδα και δυναμισμό στη θεατρική σκηνή
Μια δυναμική ερμηνεία στο «Το Υπόγειο»
Η Φιλίππα Κουτούπα ανήκει στη νέα γενιά ηθοποιών που φέρνουν φρεσκάδα και δυναμισμό στη θεατρική σκηνή. Αυτή τη σεζόν, πρωταγωνιστεί στην παράσταση «Το Υπόγειο» στο θέατρο Βαφείο, δίπλα στον Στέργιο Ιωάννου, σε ένα έργο που υπόσχεται να καθηλώσει το κοινό με την ατμόσφαιρα και τις ερμηνείες του.
Με το ταλέντο και την αφοσίωσή της, η Φιλίππα δημιουργεί έναν ρόλο γεμάτο ένταση και συναίσθημα, αποδεικνύοντας ότι το θέατρο είναι χώρος έκφρασης και εσωτερικής αναζήτησης.
Στη συνέντευξη που έδωσε στο likewoman.gr, μιλά για την εμπειρία της στο έργο, τις προκλήσεις του ρόλου της και τη συνεργασία της με τον Στέργιο Ιωάννου.
Ποια ήταν η πρώτη σου επαφή με το έργο του Ντοστογιέφσκι και πώς σε επηρέασε;
Το Υπογειο, συγκεκριμένα, το διαβασα πρώτη φορά όταν ανακοινώθηκε η ακρόαση για την παράσταση. Αρχικά, εντυπωσιάστηκα από το πόσες σκέψεις και ιδέες είχε χωρέσει ο Ντοστογιέφσκι μέσα σε ένα τόσο μικρό, φαινομενικά, βιβλίο. Κάθε παράγραφος χρειαζόταν και μια παύση για συλλογισμό. Και η αλήθεια είναι ότι συλλογίστηκα πολύ και πολλά. Στην επιφάνεια, είμαστε -οι περισσοτεροι άνθρωποι- πολύ διαφορετικοί από τον άνθρωπο του υπογείου, αλλά δεν είναι τυχαίο που κάποιες ιδέες και φράσεις “χτυπάνε φλέβα”. Πιστεύω ότι αυτό το έργο είναι ένας καθρέφτης των πιο κρυφών μας σκέψεων. Σκέψεων που όλοι κάνουμε κατα καιρούς, αλλα δεν θέλουμε να τις παραδεχτούμε ούτε στον εαυτό μας.
Ο ρόλος της Λίζας είναι βαθιά ανθρώπινος και συναισθηματικά έντονος. Πώς προετοιμάστηκες για να αποδώσεις έναν τόσο απαιτητικό χαρακτήρα;
Έχει γίνει πολλή δουλειά, από τις πρώτες πρόβες κιόλας, πανω στην ανάλυση του χαρακτήρα. Συζητήσεις με τον σκηνοθέτη, διάβασμα παράλληλου υλικού, μελέτη της εποχής… αυτή είναι άλλωστε και η μισή δουλειά του ηθοποιού. Τα υπόλοιπα που φέρνουμε πάνω στη σκηνή, η ανθρωπιά και το συναίσθημα, πρέπει να έχουν κάπου να πατήσουν. Προσωπικά, μου αρέσει πολύ η συναισθηματική αλήθεια στο θέατρο. Έτσι έχω μάθει να δουλεύω, και αυτό προσπαθώ να κάνω κάθε φορά… αλλά από εκεί και πέρα οι απαιτήσεις του κάθε ρόλου, θεωρώ μπορούν να αντιμετωπιστούν μόνο με καλή μελέτη και βαθιά κατανόηση του χαρακτήρα. Εξ’ αλλου οι άνθρωποι όλοι “νιώθουν” με τον ίδιο τρόπο. Αυτό που αλλάζει είναι το πώς εκφράζεται στον καθένα, και κατ επέκταση, στον κάθε χαρακτήρα.
Ποια είναι η πιο σημαντική θεματική του έργου που θεωρείς ότι αφορά το σημερινό κοινό;
Πολλά από αυτά με τα οποία καταπιάνεται το έργο είναι διαχρονικά ζητήματα. Αφορούν την ανθρώπινη ψυχοσύνθεση, και πιστεύω πως όσο πίσω και αν πάμε, θα δούμε ότι όσον αφορά τον εσωτερικό κόσμο των ανθρώπων (και όχι τους εξωγενείς παράγοντες, που μεταβάλλονται), λίγα πράγματα έχουν αλλάξει ανα τους αιώνες. Αυτό φαίνεται από τους μύθους, τις αρχαίες τραγωδίες, τον Σαίξπηρ, την σύγχρονη ψυχολογία… τον Ντοστογιέφσκι. Ίσως το πιο σημαντικό και τώρα, και πάντα, είναι ότι ο άνθρωπος ενδόμυχα, αποζητά να κάνει αυτό που θέλει, ακόμα και αν ενίοτε πηγαίνει κόντρα στην λογική του.
Πώς ήταν η συνεργασία σου με τον Στέργιο Ιωάννου, τόσο στη σκηνή όσο και εκτός αυτής;
Ο Στέργιος είναι ένας σκηνοθέτης με πολύ συγκεκριμένο όραμα, και μου άρεσε πολύ η πρόσκληση του να φέρω εις πέρας αυτό το όραμα. Χρειάστηκε να δουλέψω διαφορετικά από ότι συνήθως, να ξεφύγω από τις ευκολίες και απο τις συνήθειες μου, πράγμα που είναι πραγματικά πολύτιμο στην δουλειά μας. Μας βοηθάει να εξελιχθούμε και να διευρύνουμε τις δυνατότητές μας. Ως συνάδελφος, επί σκηνής, τα δίνει όλα. Όλη του η ενέργεια είναι πάνω σε αυτό που κάνει και είναι ξεκάθαρο πόσο αγαπάει το θέατρο, αυτή την παράσταση και αυτόν τον ρόλο.
Η Λίζα συμβολίζει την ελπίδα και την ευθραυστότητα μέσα στο σκοτάδι του “Υπογείου”. Πώς ερμηνεύεις τη δική της ψυχολογία και τη θέση της στην ιστορία;
Η Λίζα, όπως λέει και ο Ντοστογιέφσκι, “ήρθε μόνο για να τον αγαπήσει”. Είναι απο εκείνους τους ανθρώπους, τουλάχιστον στην δική μου ανάλυση, που ο προορισμός τους είναι να προσφέρουν. Δεν πηγαίνει να τον βρει εγωιστικά. Αυτό φαίνεται και από τον τρόπο που φεύγει: χωρίς θυμό, χωρίς πάλη. Βλέπει σε εκείνον όχι μόνο μια σανίδα σωτηρίας, αλλά και μια ψυχή, βασανισμένη, ίσως όπως και η δική της, και ελπίζει σε κάτι καλύτερο και για τους δυο τους. Τον συμπονάει στο τέλος, ακόμα και όταν εκείνος της φέρεται σκληρά, γιατί τον καταλαβαίνει. Χρειάζεται μεγάλη ψυχική δύναμη και θάρρος για να συμπονέσεις κάποιον που σου φέρεται με τόση σκληρότητα.
Υπάρχει κάποιο προσωπικό σου στοιχείο που έβαλες στον χαρακτήρα της Λίζας για να τον κάνεις πιο αληθινό;
Πάντα! Δεν μπορείς να διατηρήσεις τελείως τον ηθοποιό από τον χαρακτήρα κατα τη γνώμη μου. Εσύ είσαι εκεί πάνω: το δικό σου σώμα, η δική σου φωνή, τα δικά σου συναισθήματα. Και κάθε φορά αλλάζεις κάποια εξωτερικά χαρακτηριστικά (άλλοτε λίγα, άλλοτε πολλά), για να απομακρυνθείς από εσένα και να πας πιο κοντά στον χαρακτήρα. Η Λίζα για παράδειγμα, κινείται διαφορετικά από μένα: πιο αέρινα, πιο μετρημένα, και δεν είναι τόσο εξωστρεφής με τα συναισθήματα της…παρόλα αυτά, τα συναισθήματα, είναι τα δικά μου. Προσπαθώ να φέρνω την αλήθεια μου κάθε φορά στην σκηνή. Μια αλήθεια που, φυσικά, οριοθετείται σε κάποιο βαθμό από το ίδιο έργο και από τον κάθε σκηνοθέτη, αλλά που κατα τη γνώμη μου είναι απαραίτητη για να μπορεί να συνδεθεί το κοινό με αυτό που συμβαίνει επί σκηνής. Οι άνθρωποι πολύ δύσκολα επηρεαζόμαστε και συγκινούμαστε απο καθαρά τεχνικά πράγματα.
Ποιο είναι το μήνυμα που θέλεις να πάρει το κοινό φεύγοντας από την παράσταση;
Ιδανικά θέλω να χτυπήσει στο κοινό ένα καμπανάκι, το ίδιο ίσως που χτύπησε και σε εμένα διαβάζοντας το έργο. Οτι είναι ανθρώπινο να κάνουμε τέτοιες σκέψεις που και που, ότι είναι οικουμενικές αλήθειες για τις οποίες δεν χρειάζεται να ντρεπόμαστε ή να τις αποφεύγουμε… αλλά ταυτόχρονα είναι πολύ επικίνδυνο να τις αφήσουμε να μας παρασύρουν. Ο άνθρωπος του υπογείου, ή αν θέλετε ο Ντοστογιέφσκι, “κατεβαίνει” στο υπόγειο για να μας δείξει τί υπάρχει εκεί. Και, κατά τη γνώμη, να μας αποτρέψει απο το να κατέβουμε και εμείς. Αλλά δεν ξέρω, ίσως για κάποιον άλλο θεατή να μην είναι τόσο τρομακτικό. Μου αρκεί να μπορέσουμε να εξερευνήσουμε, με την παράστασή μας, το πώς είναι εκεί κάτω.
Το έργο εξετάζει τη μοναξιά, την υπαρξιακή αγωνία και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Πώς πιστεύεις ότι αυτές οι θεματικές σχετίζονται με την εποχή μας;
Θεωρώ ότι οι άνθρωποι είναι πιο “μόνοι” από ποτέ. Είμαστε μονίμως συνδεδεμένοι διαδικτυακά, πράγμα που δίνει μια ψευδαίσθηση σύνδεσης, και έτσι δεν αναζητούμε ενεργά την πραγματική σύνδεση και επικοινωνία. Με κίνδυνο να ακουστώ λίγο υπερβολική, πιστεύω τα κινητά μοιάζουν με ένα σύγχρονο υπόγειο, στο οποίο κλεινόμαστε και απομονωνόμαστε απο την “ζώσα ζωή” άλλος λιγότερο, άλλος περισσότερο. Και αντίστοιχα, οι γενικότερες σύγχρονες ευκολίες, που έχουν κάνει τη ζωή μας πιο απλή, μας έχουν στερήσει την ικανοποίηση του να καταφέρνουμε απλά, απτά, καθημερινά πράγματα. Όσο ασήμαντο και αν φαίνεται αυτό, θεωρώ ότι το να έχουμε μόνο μεγάλους στόχους, σημαντικά deadlines και όνειρα -καθώς έχουμε λύσει τα βασικά ζητήμα- μας στερεί όσο ποτέ αυτή την τόσο σημαντική αίσθηση του ότι “κάτι καταφέραμε” μέσα στην μέρα. Μονίμως τρέχουμε να προλάβουμε πράγματα, αλλά συνήθως υπάρχει παράλληλα ένα υπαρξιακό κενό, το οποίο δεν λέει να φύγει. Και πιστεύω αυτό επηρεάζει και σε έναν βαθμό το πώς βιώνουμε και αντιλαμβανόμαστε πια την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Δυσκολευόμαστε να μετρήσουμε την προσωπική μας αξία, οπότε τα όρια για το τί θεωρούμε αξιοπρεπές και τί όχι, έχουνε γίνει πιο θολά. ‘Εχουμε συμφωνήσει ότι τα βασικά δικαιώματα ενός ανθρώπου αποτελούν τη απαραίτητη βάση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, αλλά από εκεί και πέρα ο κάθε άνθρωπος πιστεύω την αντιλαμβάνεται διαφορετικά, ανάλογα με τις επιρροές που δέχεται -οι οποίες στην εποχή μας είναι σαφώς περισσότερες από ότι ήταν 100 χρόνια πριν-.
Πώς αισθάνεσαι που η παράσταση συνεχίζεται με παράταση και προσελκύει τόσο θερμή ανταπόκριση από το κοινό;
Χαίρομαι πολύ που συνεχίζεται η παράστασή μας, καθώς πιστεύω ότι είναι ένα έργο που έχει πολλά να πει στο κοινό. Και επειδή το βιβλίο είναι κάπως δύσβατο (εγώ προσωπικά δυσκολεύτηκα στην πρώτη ανάγνωση), αυτή η παράσταση – που παραμένει αρκετά πιστή και στο κείμενο- είναι μια ευκαιρία να έρθουν σε επαφή περισσότεροι άνθρωποι με το έργο του Ντοστογιέφσκι, που ίσως να μην θέλησαν να διαβάσουν το βιβλίο. Το θέατρο, τις περισσότερες φορές, ειμαι μια σαφώς πιο άμεση και εύπεπτη μορφή τέχνης.
Ποια είναι τα επόμενα επαγγελματικά σου σχέδια; Έχεις κάποια άλλα θεατρικά ή καλλιτεχνικά πρότζεκτ που ετοιμάζεις;
Θεατρικά υπάρχουν κάποια σχέδια, για τα οποία δεν μπορώ ακόμα να μιλήσω. Αλλά μπορώ να αποκαλύψω οτι θα εμφανιστώ στις μικρές και τις μεγάλες οθόνες σας αυτή τη χρονιά, με μια σειρά εποχής στο Mega και δύο ταινίες μεγάλου μήκους. Η μια ταινία είναι ελληνικής παραγωγής, σε σκηνοθεσία και σενάριο του Γιώργου Γεωργόπουλου, και η άλλη, μια διεθνής συμπαραγωγή με σκηνοθέτιδα την Agnieszka Smoczynska.
Η Παγκόσμια Ημέρα Θεάτρου πλησιάζει. Τι σημαίνει το θέατρο για σένα προσωπικά και πώς έχει αλλάξει τη ζωή σου;
Σε προσωπικό επίπεδο, το θέατρο το βλέπω ως μια συνεχή “άνθιση”. Μέσα από τα έργα, τους ρόλους, το διάβασμα, τις πρόβες, τις απογοητεύσεις, τις συζητήσεις, την τριβή με όλες αυτές τις αρχετυπικές ιστορίες, νιώθω ότι μονίμως μαθαίνω πράγματα, προβληματίζομαι, ωριμάζω, συλλογιζομαι, αναθεωρώ και συναισθάνομαι καλύτερα. Ποτέ δεν ήμουν ιδιαίτερα καλή με το να κάτσω να διαβάσω κάτι από ακαδημαϊκό ενδιαφέρον, ή να πιάσω ένα δοκίμιο για προσωπικό μου οφελος. Και οριακά ντρέπομαι που το παραδέχομαι αυτό. Ωστόσο, για κάποιο λόγο, όταν χρειάζεται να μελετήσω για έναν ρόλο ή διαβάζω ένα θεατρικό και θέλω να κάνω παράλληλη έρευνα για να το κατανοήσω βαθύτερα, ξαφνικά έχω όλη τη διάθεση του κόσμου να διαβάσω κείμενα ιστορικά, φιλοσοφικά, κοινωνικά, ή ότι άλλο χρειαστεί. Νιώθω ότι έχω μια ευθύνη απέναντι στον συγγραφέα, στο έργο, στον ρόλο, και αυτό με κάνει να αναζητώ και να χαίρομαι αυτή τη μελέτη. Όλα αυτά λοιπόν, σε συνδυασμό με τις πρακτικές δυσκολίες και χαρές τους να είσαι ηθοποιός, κάπου γράφουν μέσα σου. Κάπως σε διαμορφώνουν και σε βάζουν σε σκέψεις που ίσως να μην κάνεις αλλιώς. Οπότε πιστεύω ότι ο άνθρωπος που είμαι σήμερα, θα ήταν αρκετά διαφορετικός χωρίς το θέατρο.
Αν μπορούσες να ερμηνεύσεις οποιονδήποτε ρόλο στο θέατρο, ποιος θα ήταν και γιατί;
Θέλω πολύ να μου δοθεί η ευκαιρία να παίξω σε ένα έργο του Άρθουρ Μίλλερ. Δεν έχει να κάνει με έναν συγκεκριμένο ρόλο.. Είναι ένας συγγραφέας που εκτιμώ πάρα πολύ, και θαυμάζω τον τρόπο που οι χαρακτήρες του είναι βαθιά ανθρώπινοι, χωρίς να είναι εξιδανικευμενοι, ή στερεοτυπικοί. Τα ερωτήματα που θέτει και τα ζητήματα που θίγει ως συγγραφέας προκύπτουν μέσα από αυτούς τους πραγματικούς ανθρώπους, μέσα από τα πάθη και τα λάθη τους, και με αυτόν τον τρόπο μιλάνε οι ιστορίες του στο κοινό χωρίς να γίνονται διδακτικές ή επιτιδευμένες. Μου αρέσει αυτό το είδος θεάτρου, και επομένως και αυτοί οι ρόλοι. Είναι ρόλοι που δεν είναι μαύρο ή άσπρο, που δεν συμβολίζουν απαραίτητα κάτι μεγαλύτερο… είναι απλοί άνθρωποι που βρίσκονται αντιμέτωποι με κάτι δυσβάσταχτα δύσκολο (είτε έξω απο αυτούς, είτε μέσα τους) και καλούνται να το αντιμετωπίσουν.
Ποια είναι η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζεις ως ηθοποιός σε σύγχρονο ελληνικό θέατρο;
Νομίζω η μεγαλύτερη πρόκληση για τους περισσότερους ηθοποιούς, είναι η οικονομική. Πέρα από το γεγονός ότι είναι μια άκρως ασταθής δουλειά, οπού σχεδόν κανένας δεν είναι σίγουρος για το πότε θα έρθει, ή οτι θα έρθει η επόμενη δουλειά, δυστυχώς μια παράσταση την σεζόν συνήθως δεν φτάνει για να καλυφθούν οι οικονομικές ανάγκες. Χρειάζεται μια δεύτερη παράσταση, ή μια δουλειά στην τηλεόραση, ή μια δεύτερη παράλληλη δουλειά. Παρόλα αυτά, το θέατρο ειδικά, είναι κάτι που με γεμίζει, οπότε αποδέχομαι αυτήν την πρόκληση, ως ένα μικρό παρακλάδι της δουλειάς μου.
Ποιο μήνυμα θα ήθελες να στείλεις στους νέους που ενδιαφέρονται να ασχοληθούν με το θέατρο;
Αν το αγαπούν, να το ακολουθήσουν! Να το κάνουν με σεβασμό και αφοσίωση στην τέχνη, και να δουλέψουν σκληρά για αυτό. Το λέω συχνά και στους μαθητές μου, και το πιστεύω: δεν είναι θέμα ταλέντου, είναι θέμα δουλειάς. Το θέατρο κατα τη γνώμη μου χρειάζεται δύο πράγματα, αλήθεια και τεχνική. Η αλήθεια είναι ήδη εκεί: όλοι οι άνθρωποι νιώθουμε, κάνουμε σκέψεις, έχουμε παρορμήσεις και ένστικτα. To μόνο που μπορεί να μας εμποδίσει απο το να φέρουμε την αλήθεια μας επί σκηνής είναι ο ίδιος μας ο εαυτός, είτε λόγω ανασφάλειας, είτε από προσωπικές φιλοδοξίες. Η τεχνική πάλι, δουλεύεται, και μάλιστα με πολλούς διαφορετικούς τρόπους. Χρειάζεται χρόνος, αλλά δεν είναι κάτι άπιαστο, ούτε κάτι πεπερασμένο. Και προσωπικά για μένα αυτό το ταξίδι συνεχίζεται και δεν το βλέπω να σταματά κάπου. Οπότε το μήνυμα που θα ήθελα να στείλω είναι να σηκώσουν τα μανίκια και να στρωθούν στη δουλειά! Αν μάλιστα αγαπήσουν, πέρα από το θέατρο και την τέχνη, και αυτή την σκληρή δουλειά, να ξέρουν ότι όλα θα πάνε καλά.