Ένα αγόρι και ένα κορίτσι κάνουν έρωτα…
Γράφει η Σταυρούλα Ζάμπρα
Βράδιασε…. Η ώρα της, σκέφτηκε. Εκείνη η ώρα που οι μάσκες πέφτουν. Οι κουρασμένοι προσεύχονται και οι ερωτευμένοι κάνουν έρωτα ανυποψίαστοι ακόμα για το μάταιο δόσιμο τους. Πέρασαν όμως τα χρόνια για εκείνη. Δεν είναι πια αγνή και αφελής. Θαρρείς πως θα ήθελε. Όμως όχι. Ντύνεται χυδαία, περπατάει χυδαία και έπαψε πια να νιώθει. “Έπαψε πια να νιώθει..” Αυτό την κάνει ακαταμάχητη και ποθητή. Σέρνονται οι άντρες ανάμεσα από τα πόδια της εκληπαρώντας για λίγη από την καύλα της. Εκείνη γελάει. Τους αφήνει να ακουμπήσουν λίγο απο τα χείλη της. Λίγο. Τους ανάβει και τους σβήνει βίαια. Σχεδόν βιασμός. Σχεδόν αποπλάνηση. Εκείνοι ακόμα σέρνονται στο κορμί της εκληπαρώντας λίγο από την τεχνητή ηδονή της. Ξέρει καλά το μεγαλείο του απόλυτου τίποτα. Τους αποτελείωνει και φεύγει. Πήγε 12 και είναι ακόμα στον καθρέφτη. Έιχε καιρό να παρατηρήσει τις γραμμές κάτω από τα μάτια της. Τους μαύρους καλυμμένους κύκλους της. Φόρεσε το μικροσκοπικό της φόρεμα, Πέρασε την τελευταία στρώση του κραγιόν της και βγήκε. Έφτασε έξω από την πόρτα εκείνου. Ανέβηκε τα σκαλιά αργά- αργά. Η πόρτα του δωματίου ανοιχτή. Η κρεβατοκάμαρα άδεια. “θα έπρεπε να είναι γυμνός στο κρεβάτι” σκέφτηκε. Εκείνος στο κήπο. Κάτι πίνει. Αμήχανη στιγμή να συναντάς κάποιον εκεί που δεν τον περιμένεις. Απόρησε. Τι θα είχαν να πούνε ανάμεσα από τα φυτά και κάτω από τα αστέρια; Πετάει το φόρεμα στο πάτωμα και τον πλησιάζει. Ξαφνικά δυναμώνει η μουσική σαν απο θαύμα. Απαλή jazz μουσική. Της ζητάει να χορέψουν. Εκείνη τα χάνει. Παραπατάει. Πέφτει πάνω του και αρχίζει να γελάει νευρικά. Όπως τότε που η μαμά της της έκρυβε τις κούκλες για να διαβάσει. “Μαμά τι σοί παιχνίδι είναι αυτό; Απαιτώ να μου φέρεις πίσω τις κούκλες μου” “Δεν είναι πάντα ώρα για παιχνίδια” της φώναζε. Και τώρα γυμνή στην αγκαλιά εκείνου χορεύει στον ρυθμό μιας παλιάς εποχής. Εκτός τόπου, εκτός χρόνου. Ποιά είναι; Πού βρίσκεται; Και εκείνος πώς τόλμησε να αποδυναμώσει την τεχνική της; Τη φιλάει. Θεέ μου ένα φιλί αλλιώτικο. Σαν τότε, το πρώτο της. Τα χείλη της τρέμουν. Δεν μπόρει να καταλάβει αν τα κουνάει η μόνο εκείνος γλύφει το στόμα της από άκρη σε άκρη για να τη δροσίσει. Την ξαπλώνει στο κρεβάτι. Μπαίνει μέσα της και εκείνη αγκομαχάει βαθιά, αληθινά, αλλιώτικα. Αναρωτιέται ποιανής φωνή είναι η σημερινή της ηδονή; Πως μια τέτοια μελωδία από το κορμί της;
Η τροχιά του ρολογιού συνέχισε την πορεία της. Έκαναν έρωτα για ώρες , μέρες, χρόνια. Έγιναν ξανά εκείνο το αγόρι και εκείνο το κορίτσι των παιδικών τους χρόνων. Δεν μεγάλωσαν ποτέ ξανά.