«Εγώ και η Διώνη. Αυτό το μονάκριβο μαζί»
Γράφει η Κατερίνα Παπαποστόλου, Εκπαιδευτικός με Εξειδίκευση στην Ειδική Αγωγή, Ζωοθεραπεύτρια, Συγγραφέας και Ιδρύτρια Ζω.Ε.Σ.
Μου πήρε αρκετό χρόνο και κατέβαλα μεγάλη προσπάθεια για να καταλάβω τη σύνδεση που έχουμε όλοι μεταξύ μας, ακόμη κι αν ζει ο καθένας μας στην άλλη άκρη του κόσμου, ή ακόμα και σε διαφορετικές εποχές.
Όταν συνάντησα αυτό το πλάσμα ετοιμοθάνατο, παραδομένο στη μοίρα του και σίγουρο πως η μόνη του κατάληξη θα ήταν ο βέβαιος θάνατος, και όταν είδα την ανθρώπινη αδιαφορία –άνθρωποι έτρωγαν και έπιναν δίπλα του δίχως ίχνος συμπόνιας και διάθεση να το βοηθήσουν–, ένιωσα, για πρώτη φορά στη ζωή μου να λυγίζω.
Τόσα χρόνια, τόσοι αγώνες και πρώτη μου φορά παρέλυα μπροστά στον πόνο μιας ψυχής που με κοιτούσε στα μάτια και μου φώναζε με λυγμούς:
«Γιατί; Τι έκανα και τιμωρήθηκα έτσι; Φοβάμαι. Θέλω τη μαμά μου».
Δεν πίστευα στα μάτια μου όταν την αντίκρισα. Το βλέμμα της με καθήλωσε! Έμοιαζε τόσο πολύ μ’ εκείνον τον σκύλο που με συντρόφευε στα παιδικά μου χρόνια και που κοιμήθηκε για πάντα στην αγκαλιά μου, τότε στα δεκαπέντε του χρόνια, έχοντας κι εκείνος ένα πολύ περίεργο σημάδι κακοποίησης στον λαιμό… το ίδιο που κουβαλά πάνω της η Διώνη να μας θυμίζει τη μάχη με τον Δράκο… με κάθε δράκο που παλεύει να αφανίζει πολλά αδέσποτα ζώα.
Γιατί για μένα η Διώνη εκπροσωπεί όλες τις παρατημένες ψυχές στους δρόμους και στα παγωμένα κλουβιά.
Όταν την αντίκρισα να κείτεται ως ένα άψυχο λες κορμί μέσα στα αίματα, έτρεξα να φέρω βοήθεια. Όταν όμως γύρισα, δεν τη βρήκα, είχε εξαφανιστεί. Δεν έχασα τις ελπίδες μου και έψαξα σε όλη την πόλη. Υποκινούμενη από μια τεράστια ελπίδα πως ζει, δεν σταμάτησα λεπτό να την αναζητώ –ακούραστα για δώδεκα συνεχόμενες ώρες–, ώσπου αποκοιμήθηκα απελπισμένη και σίγουρη για τον θάνατό της, κάποια στιγμή το ξημέρωμα.
Όσο εγώ θρηνούσα τον χαμό της, εκείνη μόνο με τη δύναμη της ψυχής της, καθώς ήταν χτυπημένη πολύ σοβαρά και στα πίσω της πόδια, σύρθηκε χιλιόμετρα για να έρθει να με βρει. Δίχως να διστάσω καθόλου την πήρα αγκαλιά, κατακοκκινίζοντας από το αίμα την κατάμαυρη –από το πένθος για τη μαμά μου– μπλούζα, και με τα ματωμένα χέρια μου την έβαλα στο αυτοκίνητό μου, επέλεξα τη μελωδικότερη μουσική, της κράτησα σφιχτά το χέρι και της ψιθύρισα στο αυτί:
«Μην φοβάσαι πλέον τίποτα. Είμαστε μαζί από εδώ και πέρα. Ζήσε εσύ και θα σε κάνω πριγκίπισσα. Εσύ, μονάχα ζήσε, σε παρακαλώ! Με όση δύναμη σου έχει απομείνει, ζήσε!»
Εκείνη η πρώτη κοινή μας διαδρομή δίπλα στη θάλασσα, με τη μουσική να παίζει τόσο δυνατά, ξυπνούσε μέσα μου την ελπίδα πως αυτό το πλάσμα θα αναγεννιόταν από τις στάχτες του και θα σηματοδοτούσε την οριστική αλλαγή στη ζωή μου. Όλος εκείνος ο πόνος για όσα πλάσματα είχα διασώσει μέχρι εκείνη τη στιγμή θα γινόταν η δύναμή μου, να αλλάξω μαζί της οριστικά τον κόσμο.
Γύρω μου όλα φώναζαν πως η Διώνη δεν θα ζήσει, μα εγώ είχα πεισμώσει και ήμουν πανέτοιμη να τα καταφέρουμε, για χάρη όλων εκείνων των ζώων που είχαν κακοποιηθεί από ανθρώπινο χέρι, και για πρώτη φορά να επαναστατήσω πραγματικά.
Είχα πεισμώσει να γκρεμίσω τον σημερινό, απάνθρωπο κόσμο και μαζί της να ξαναχτίσω, από την αρχή, έναν κόσμο που ονειρευόμουν από παιδί να δω. Έναν κόσμο αρμονικής συνύπαρξης ζώων και ανθρώπων, όπου η αξία της ζωής ενός ανθρώπου δεν θα υπερτερούσε σε αξία τη ζωή ενός ζώου.
Από παιδί ένιωθα μέσα μου πως η μοναδική διαφορά τους με μας ήταν η ομιλία και συχνά αναρωτιόμουν μήπως τα ζώα, που δεν χρησιμοποιούν τον λόγο για να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, έχουν χτίσει ιδανικότερες από τις δικές μας κοινωνίες;
Μήπως οι άνθρωποι, συχνά, χρησιμοποιούμε τον λόγο μόνο και μόνο για να πληγώνουμε ο ένας τον άλλον; Μήπως τελικά τα λόγια μάς δυσκολεύουν τη συνεννόηση; Μήπως τα λόγια μας μπήγονται συχνά σαν καρφιά στην καρδιά και μένουν ανεξίτηλα στον χρόνο; Ενώ τα χρόνια περνούν, οι λέξεις, μέσα μας, μένουν…
Με αυτές τις σκέψεις φτάσαμε στον κτηνίατρο, όπου και ξεκίνησε ένας μεγάλος αγώνας για να ζήσει. Και λίγες μέρες μετά, κατάφερε να σταθεί αγέρωχη μπροστά μου και με μια κοινή, μυστική συμφωνία, αποφασίσαμε να πορευτούμε μαζί, σε δρόμους γεμάτους πόνο, αγωνία και φόβο. Είχαμε όμως αποφασίσει να τους διαβούμε μαζί!
«Εγώ και εσύ μαζί, μαμά!» μου φώναζε τις νύχτες, όταν τη φιλούσα στο μέτωπο και βυθιζόταν ξανά μέσα στους εφιάλτες της, για να με ξυπνήσουν λίγη ώρα μετά τα ουρλιαχτά της. Πόσες νύχτες πέρασα μαζί της στο πάτωμα και πόση αγωνία και τρόμο ένιωσα μήπως καταφέρουν να τη νικήσουν οι ψυχικοί της πόνοι. Ακουμπούσα το κεφάλι της πάνω στην καρδιά μου, που χτυπούσε τόσο δυνατά από την αγωνία, για το αν θα καταφέρω να τη σώσω στο τέλος. Εκείνη άκουγε τους χτύπους της καρδιάς μου και μονάχα έτσι αποκοιμιόταν.
Έτσι περνούσαν οι μέρες, οι βδομάδες και οι μήνες, μέχρι την πρώτη μας μεγάλη νίκη: να κοιμάται ήρεμη και μόνη στο κρεβάτι της. Αν και μας πήρε τέσσερα ολόκληρα χρόνια για να νικήσουμε κάθε της φόβο, εντέλει τα καταφέραμε!
Μέσα σ’ αυτά τα χρόνια αποχαιρετήσαμε μαζί τον δεκαοχτάχρονο Ορφέα μου –τον σκύλο που ήταν η αφορμή να ξεκινήσω τον αγώνα για όλα αυτά τα παρατημένα στη μοίρα τους πλάσματα–, συναντήσαμε τον Άξελ και τον Πόθο –που είχε ο καθένας τους τις δικές του ιστορίες–, μα και πολλά άλλα κακοποιημένα ζώα, στα οποία βρήκαμε την καλύτερη οικογένεια. Δυστυχώς χάσαμε όμως και αρκετά απ’ αυτά…
Η Διώνη μου, ο Άξελ μου και ο Πόθος μου, τόσο διαφορετικοί χαρακτήρες, με πολλές φοβίες, μα όλοι μαζί με μια μυστική δύναμη μέσα μας και την ανίκητη επιθυμία να γίνουμε αληθινή και δεμένη οικογένεια.
Χρόνια τώρα ένιωθα πως η πορεία μου μέσα στα σχολεία, αλλά και το μεγάλο μου όραμα της ριζικής αναδιάρθρωσης του εκπαιδευτικού φιλοζωικού συστήματος ήταν τόσο ελλιπές χωρίς την παρουσία ενός σκύλου. Και μάλιστα ενός σκύλου που είχε περάσει μέσα από τη δική του κόλαση και ζούσε πλέον μαζί μου, στον παράδεισό του.
Σε αυτό στόχευσα. Να τα σώσεις όλα, δυστυχώς, δεν μπορείς. Ούτε σώζοντας έστω και ένα σώζεις τα ζώα όλου του κόσμου. Γι’ αυτό το ένα όμως έστω που θα σώσεις, οφείλεις να προσπαθήσεις να γίνεις η καλύτερη εκδοχή του εαυτού σου, να γίνεις ο κόσμος του όλος!
Η πορεία της ζωής μου κοντά τους περιείχε τόσο πόνο, γιατί σε κάθε εφιάλτη τους, κυρίως τις νύχτες, πονούσα και εγώ μαζί τους. Όμως, ουδέποτε τους λυπήθηκα, όπως δεν λυπήθηκα και κανένα από τα ακηδεμόνευτα πλάσματα που έχω συναντήσει στον δρόμο μου και τα έχω βοηθήσει. Η λύπηση και ο οίκτος ανέκαθεν ένιωθα πως δεν ταίριαζε σ’ αυτά τα περήφανα αλητάκια του δρόμου, μα τους ταίριαζε η συμπόνια, και η ενσυναίσθηση ήταν αυτό που είχαν περισσότερο ανάγκη.
Και το σημαντικότερο όλων ήταν να αναλάβω δράση με λογική και συναίσθημα, να συνεργαστεί η καρδιά με το μυαλό. Το να μπαίνω στη θέση τους και να βλέπω μέσα από τα μάτια τους, ήταν άλλοτε μια διαδικασία γεμάτη πόνο και άλλοτε μια διαδικασία γεμάτη χαρά και ανακούφιση.
Έτσι ξεκίνησα μαζί τους μια νέα ζωή γεμάτη διασώσεις, συγκινήσεις, λύπες, αλλά και χαρές. Μια νέα ζωή γεμάτη, κυρίως, ελπίδα για την πολυπόθητη αλλαγή που θα έρθει, γιατί είχα αποφασίσει να τη φέρω μαζί με τη Διώνη και τα αδέρφια της. Γιατί είχαμε γίνει η πιο αγαπημένη οικογένεια!
Σε κάθε κρίση πανικού της Διώνης, σε κάθε ισχυρή φοβία του Άξελ, η τσαχπινιά και το χαμόγελο του Πόθου μάς έκανε να τα ξεχνάμε όλα στο λεπτό. Συχνά αναπολώ το παρελθόν και στέκομαι περήφανη σήμερα απέναντί τους επειδή κατάφερα να νικήσω τους δράκους τους, δίχως να χρησιμοποιήσω τίποτα άλλο πέρα από αληθινή και ατέλειωτη αγάπη.
Πάντοτε επιβράβευα, με κάθε θετικό τρόπο, τις επιτυχίες τους και πάντοτε στεκόμουν δίπλα τους σε κάθε αποτυχία, για να τους υποδείξω με αγάπη και υπομονή το σωστό μονοπάτι. Δίχως όμως βία, δίχως τιμωρία και δίχως αδιαφορία. Ξοδεύοντας όσο περισσότερο μπορώ από τον πολύτιμο χρόνο μου, και ζώντας την κάθε μας στιγμή τόσο έντονα συναισθηματικά, ώστε όταν θα έρθει η ώρα να χωριστούμε για πάντα, να κρατώ μέσα μου τις καλύτερες και πιο γλυκές αναμνήσεις. Μένοντας όμως πάντοτε μετέωρη και μ’ ένα αναπάντητο ερώτημα μέσα μου:
«Γιατί δεν σας συνάντησα άραγε νωρίτερα;»
Κάθε νέα, λευκή τρίχα στη μουσούδα τους με οδηγεί ολοένα και πιο κοντά στην παραδοχή πως πλησιάζει η μέρα του αποχωρισμού μας, μα αυτό με κάνει δυνατότερη, ώστε να ζω –σε πείσμα των από κοινού γηρατειών μας–, μαζί τους τη ζωή μου στο έπακρο. Να χαίρομαι με κάθε μια ασήμαντη στιγμή και να διεκδικώ τα αυτονόητα για εκείνους και για τους φίλους τους.
Να πολεμάω με όλη μου τη δύναμη, να κάνω όλα μου τα όνειρα πραγματικότητα, να προσπαθώ να καταρρίψω την άποψη πολλών που υποστηρίζουν πως «εδώ οι άνθρωποι πεινάνε και εσείς ασχολείστε με τα ζώα», καθώς υπάρχει αρκετή τροφή και στέγη για όλους, και, όταν φτάσω στο τέλος του δρόμου, να έχω αναδείξει τα καλύτερα κομμάτια του εαυτού μου και να μην χρωστάω σε κανέναν κανένα «σ’ αγαπώ, σ’ ευχαριστώ, συγνώμη».
Από εκείνη τη νύχτα του φονικού, στις 5 Σεπτέμβρη του 2011 γράφω συχνά στη Διώνη γράμματα. Νιώθω πως έτσι λες και ξορκίζω το κακό. Είναι τόσο απελευθερωτικό να αφήνεις στο χαρτί όλες τις σκέψεις σου. Από κείνα τα γράμματα που γράφεις όταν τα λόγια και τα συναισθήματα σε πνίγουν και θέλεις ν’ αποτυπώσεις τη στιγμή, ώστε να παραμείνει αθάνατη μέσα στον χρόνο.
Ενώ την έχω πια πάντα δίπλα μου και κοιμάται πλέον ήσυχη, έρχονται συχνά στη μνήμη μου όλες οι δύσκολες στιγμές μας και γεμάτη συγκίνηση που ίσως δεν φύγουν και ποτέ. Είναι όμως η δύναμή μου να συνεχίσω.
Για έναν περίεργο λόγο δεν ήθελα ποτέ της να αντιληφθεί πως συχνά ένιωθα αδυναμία να νικήσω για εκείνη όλους τους εφιάλτες της. Το ένιωθα όμως πως καταλάβαινε την αγάπη μα και τις αμφιβολίες μου, και κάθε φορά που εγώ έδειχνα να λυγίζω, εκείνη στεκόταν απέναντί μου και με το βλοσυρό της βλέμμα με παρακινούσε να συνεχίσω να αγωνίζομαι.
Εγώ γεμάτη αναμνήσεις πια γράφω τις νύχτες και εκείνη ταξιδεύει στα όνειρά της σε κόσμους παραδεισένιους, δίχως φόβο και αγωνία. Το να κρατάς το χέρι ενός πλάσματος που έφτασε τόσο κοντά στον θάνατο και να μην το αφήσεις ποτέ μέχρι το τέλος της ζωής του, έχοντας το νου σου πάντα σε εκείνο το κόντρα είναι εκεί ως κίνηση να σου υπενθυμίζει κάθε μέρα πως παραμένεις ακόμη Άνθρωπος ζωντανός. Αισθάνεσαι, βοηθάς, συμπονάς, αγαπάς!
Πόσα γράφει η αγάπη ακόμα…