Ντέιβιντ Χόκνεϊ: «Να Θυμάσαι Πως Δεν Μπορούν Να Καταργήσουν Την Άνοιξη»
Ο Ντέιβιντ Χόκνεϊ σχεδίασε δέκα νέους πίνακες στο iPad του υμνώντας την άνοιξη, και τους μοιράστηκε σε ένα ρεπορτάζ του BBC. Μ’ αυτό ως αφορμή, κάνουμε μια μικρή αναδρομή σε ετερόκλιτα και πρωτοποριακά έργα του.
Του Ιωάννη Πάππου
«Ξεκίνησα τον χειμώνα να ζωγραφίζω αυτά τα δέντρα, τα οποία σιγά σιγά ανθίζουν – αυτή είναι η φάση στην οποία βρισκόμαστε. Την ίδια στιγμή o ιός ξέφυγε και βρίσκεται παντού, γι’ αυτό και ήταν πολλοί αυτοί που μου είπαν ότι τα σχέδιά μου ήταν γι’ αυτούς ένα διάλειμμα απ’ όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω τους» είπε ο Ντέιβιντ Χόκνεϊ στο ΒΒC από τη Νορμανδία όπου βρίσκεται απομονωμένος λόγω της καλπάζουσας COVID-19 πανδημίας.
Καθισμένος στον κήπο του καινούργιου του σπιτιού, μοιράστηκε με τους θεατές του BBC, για πρώτη φορά, εννέα καινούργια έργα, που έφτιαξε τις τελευταίες μέρες στο iPad του, περιμένοντας την άνοιξη. Λίγες μέρες πριν είχε αναρτήσει στον προσωπικό του λογαριασμό στο Instagram ένα έργο του, στο οποίο απεικονιζόταν μια συστάδα κίτρινων νάρκισσων, και είχε γράψει από κάτω: «Να θυμάσαι πως δεν μπορούν να καταργήσουν την άνοιξη».
Ο Ντέιβιντ Χόκνεϊ (Βρετανός, γεν. 1937) εδώ και 60 χρόνια έχει διαγράψει μια μοναδική πορεία στη ζωγραφική, την οποία έχει συνδέσει άρρηκτα με τη ζωή του. Ζωγραφίζει ό,τι του αρέσει, αγαπά ή ποθεί. Παράλληλα, έχει εμμονή με τις οπτικές προκλήσεις της τέχνης του, με τις καινούργιες τεχνολογίες και –πάνω απ’ όλα– με το πώς βλέπουμε τέχνη, με την εμπειρία του να βλέπουμε τέχνη.
«Έχουμε χάσει την επαφή με τη φύση, μάλλον ανόητα, καθώς είμαστε κομμάτι της κι όχι έξω από αυτή. Αυτή η φάση θα περάσει με το πέρασμα του χρόνου, κι έπειτα τι; Τι θα έχουμε μάθει; Είμαι 83 χρόνων, θα πεθάνω. Ο λόγος που πεθαίνεις είναι ότι γεννήθηκες».
Τα πρώτα χρόνια
Διάσημος πριν καν αποφοιτήσει από to Royal College of Art, ο Χόκνεϊ ζωγραφίζει ομοερωτικά, κάτι που απαιτούσε θάρρος τη δεκαετία του ’60, μιας και τότε η ομοφυλοφιλία ήταν ακόμα παράνομη στην Αγγλία. Για τον Χόκνεϊ η αφηρημένη τέχνη («θρησκεία» για τους εικαστικούς στα ’50s) δεν είναι αρκετή. Την συνδυάζει με αφορισμούς του δρόμου, γκέι προπαγάνδα και καθρέφτες και δημιουργεί ένα ποπ μανιφέστο στα χνάρια του Francis Bacon αλλά πολιτικοποιημένο (“The Cha-Cha That Was Danced Ιn Τhe Early Hours of the 24th March”, 1961, ” Cleaning Teeth, Early Evening (10pm) W11″, 1962).
Μετά την αποφοίτησή του, ο Χόκνεϊ ζωγραφίζει το Λος Άντζελες όπως το φαντάζεται, πριν να το επισκεφτεί. Οι σκούροι τοίχοι των κατοικιών του Λονδίνου γίνονται σπίτια με φως και λουλούδια στο μπάνιο. Δύο άντρες πλένονται κάτω από ντους (“Domestic Scene, Los Angeles”, 1963), ενώ τους περιβάλλει μια οικιακή πολυτέλεια, που δεν υπήρχε στην Αγγλία του ’60. Μικροί καταρράκτες τρέχουν από το κορμί του ενός άντρα και ζωγραφίζονται με όσο το δυνατόν περισσότερα χρώματα, για να αποδοθεί η διάφανη κίνηση του νερού στο σώμα.
Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’60, εγκατεστημένος στο Λος Άντζελες πλέον, ο Χόκνεϊ ξαναγίνεται παιδί, βλέπει τα πάντα από την αρχή. Αφήνει το λάδι για τα καθαρά ακρυλικά χρώματα που ταιριάζουν πιο πολύ στα σπίτια που τώρα πια ζωγραφίζει – σχεδιασμένα με τις αρχές του μοντερνισμού. Στον πίνακα “A Bigger Splash” (1967) χρησιμοποιεί ρολό τοίχου βαψίματος για να αποφύγει τις ατέλειες από το ίχνος του πινέλου. Ο πίνακας χαρακτηρίζεται από απόλυτη γεωμετρία, η οποία τονίζεται από το εντυπωσιακό και άναρχο πιτσίλισμα του νερού («φορτωμένο» με πλήθος τεχνικών και αισθητικών αναφορών, μεταξύ αυτών και του Jackson Pollock). Ο βατήρας σε προκαλεί να μπεις στην εικόνα, σου λέει πως θα είσαι ο επόμενος στην πισίνα. Αυτή η πρόσκληση να εμπλακείς, να γίνεις μέρος της εικόνας, να χαθείς στο κόσμο της, θα καθιερώσει τον Χόκνεϊ ως τον πλέον αντιπροσωπευτικό καλλιτέχνη του Λος Άντζελες – μιας πόλης, η οποία είναι στημένη γύρω από την έμπειρα τού να «χάνεσαι» σε εικόνες.
Η πρώτη ανάγνωση βλέπει στους πίνακες του Χόκνεϊ αισιοδοξία. Τα queer σοκάκια της Αγγλίας, έχουν γίνει γρασίδι σε ακριβά σπίτια. Αυτό που ενδιαφέρει τον Χόκνεϊ είναι πώς αποφασίζουμε να δούμε τη ζωή, τόσο σαν διάθεση, όσο και πρακτικά, κυριολεκτικά, σαν να βλέπουμε μέσα από μια κάμερα. «Είμαι αισιόδοξος, αλλά όχι αφελής« δηλώνει. Δημόσια, η ζωή του Χόκνεϊ (και η ζωή αυτων που ζωγραφίζει) παραμένει ταμπού στο Hollywood. Ξέρει ότι τα αντρικά κορμιά πρέπει να βρίσκονται κλεισμένα σε βίλες. Έτσι, φτιάχνει πίνακες με ζευγάρια, τα διπλά πορτρέτα (“Christopher Isherwood and Don Bachardy” – 1968, “Mr. and Mrs. Clark and Percy” – 1971) τοποθετώντας τα σε εσωτερικούς χώρους, αφήνοντας όμως, να πέσει το φως του Λος Άντζελες επάνω στα τζάμια και στα γυάλινα τραπέζια.
“Στην κυρία Κλαρκ ο Χόκνεϊ αποδίδει στο πρόσωπό της, τη σκιά της Τζοκόντας. Για τον Χόκνεϊ η εναλλαγή φωτός και σκιάς στο πρόσωπο της Μόνα Λίζα είναι από τα στοιχεία που τον καθιστούν υποδειγματικό έργο τέχνης. Η σκιά είναι αυτή που φτιάχνει το αινιγματικό χαμόγελο της Τζοκόντας.”
Κι εδώ η πρώτη ανάγνωση, ίσως τα κατατάξει στο επίπεδο των σκηνικών σχολικής παράστασης. Η αλήθεια είναι όμως ότι συγκεντρώνουν ανεπανάληπτο και σπάνιο συμβολισμό μαζί με υψηλή τεχνική: στην κυρία Κλαρκ ο Χόκνεϊ αποδίδει στο πρόσωπό της, τη σκιά της Τζοκόντας. Για τον Χόκνεϊ η εναλλαγή φωτός και σκιάς στο πρόσωπο της Μόνα Λίζα είναι από τα στοιχεία που τον καθιστούν υποδειγματικό έργο τέχνης. Η σκιά είναι αυτή που φτιάχνει το αινιγματικό χαμόγελο της Τζοκόντας.
Ιδιοφυΐα, σθένος και αισιοδοξία
Το 1973 ο Χόκνεϊ πρωταγωνιστεί στην ταινία A Bigger Splash, ένα φιλμ στα όρια του ντοκιμαντέρ. Σ’ αυτό ο Χόκνεϊ αφηγείται την ιστορία του χωρισμού του από τον σύντροφό του Peter Schlesinger, ενώ ο πόνος και η θλίψη τον έχουν σχεδόν παραλύσει. Αντί να «ξεγελάσει» τη θλίψη του δουλεύοντας ή βγαίνοντας διαρκώς στα μπαρ, αποφασίζει να πενθήσει τη σχέση του και να μας αφηγηθεί στιγμιότυπα αυτής. Η συναισθηματική αφήγηση της προσωπικής ιστορίας του, έρχεται σε αντίθεση με την έλλειψη αφήγησης στα έργα του. Νιώθει να ασφυκτιά με τη στατικότητα, με τη σταθερή οπτική γωνία παρουσίασης των θεμάτων του και εν τέλει με την ψευδαίσθηση του ρεαλισμού στη ζωγραφική, συνθήκη που σύμφωνα με τον Χόκνεϊ δεν επιτρέπει στην ιστορία να προχωρήσει μέσα στον χρόνο.
Φιλοδοξώντας να απαλλαγεί από τον περιορισμό των τριών διαστάσεων, ανακάλυψε μια «αιμομικτική» σχέση μεταξύ ζωγραφικής και ενός είδους φωτογραφίας[1], που υπήρχε από την Αναγέννηση, κι έτσι αποφάσισε κι αυτός να «ζωγραφίσει» με μια φωτογραφική μηχανή. Πηγαίνει στην έρημο Μοχάβι όπου χρησιμοποιεί 650 ρολά φιλμ και φωτογραφίζει ένα σταυροδρόμι από χιλιάδες διαφορετικές οπτικές γωνιές. Έπειτα, κόβει και κολλάει τις φωτογραφίες, τις συρράπτει (τα περίφημα “joiners”), με αποτέλεσμα να δημιουργήσει μια εικόνα που όταν την κοιτάς νιώθεις ότι βλέπεις το τοπίο, όπως θα το έβλεπες εάν οδηγούσες μέσα στην έρημο (“Pearblossom Hwy.,” – 1986). Από εκείνη τη στιγμή σταματά να χρησιμοποιεί τις λέξεις «ζωγραφική» και «φωτογραφία» και αρχίζει να μιλά για «εικόνες».
Έπειτα από την έρημο, τα πάντα για τον Χόκνεϊ είχαν να κάνουν με το πώς τα μάτια μας κινούνται μέσα στον χωροχρόνο. Όταν χαζεύουμε ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο, το κοιτάμε γύρω-γύρω, από διαφορετικές γωνιές. Η αποτύπωση αυτών των «στιγμών» των ματιών μας –στο καπό, στα φανάρια, στα λάστιχα κ.λπ.–, είναι μια μορφή κυβισμού. Στο έργο “Larger Interior” (1988), είμαστε στο σπίτι του καλλιτέχνη στα Hollywood Hills, μέσα από δεκάδες διαφορετικές γωνιές, σαν να περπατάμε από την καρέκλα προς το τζάκι ή από το τζάκι προς στη βεράντα. Βλέπουμε μικρούς Picasso παντού.
Ο κυβισμός και οι πολλαπλές διαστάσεις του του γίνονται τρόπος ζωής. Οδηγώντας με φίλους στην Καλιφόρνια «χορογραφεί» κρυφά τη διαδρομή. Κανονίζει ώστε στροφές με αποκαλυπτική θέα προς τη θάλασσα να συμπέσουν με δραματικά σημεία στη μουσική του Wagner στο κασετόφωνο του αυτοκίνητου. Είναι η περίοδος που πηγαίνει όλο και πιο συχνά σε κηδείες φίλων του, που έχασαν τη μάχη με το AIDS. Όλα αυτά θα περάσουν και στα έργα του και κάπως έτσι οι γωνίες στις εικόνες του θα μαλακώσουν σε καμπύλες και θα γίνουν στροφές (“Pacific Coast Highway and Santa Monica” – 1990).
Στις αρχές του 2000 επιστρέφει στην Αγγλία και φτιάχνει μεγαλύτερα έργα που είναι γεμάτα ηρεμία και σιγουριά (“A Closer Winter Tunnel” – 2006, “Bigger Trees Near Warter” – 2007, με διαστάσεις 4,5 x 12 μέτρα). Τους δίνει μόνο μια οπτική γωνία, αλλά τα κάδρα είναι τόσο μεγάλα, ώστε αυτός που τα κοιτάζει γίνεται η φιγούρα μέσα στους πίνακες. Πειραματίζεται ασταμάτητα με τεχνολογίες και τον ενδιαφέρει η ζωγραφική που δεν έχει ούτε χαρτί ούτε μπογιά, η ζωγραφική που «δεν υπάρχει», γι’ αυτόν, που γίνεται πάνω σε οθόνες – από το πρώτο Quantel Paintbox, 30 χρόνια πριν, μέχρι το τελευταίο iPhone και iPad.
Στην ένατη δεκαετία της ζωής του ο Ντέιβιντ Χόκνεϊ δουλεύει ασταμάτητα. Η πιο παραγωγική ώρα της ημέρας του είναι πριν σηκωθεί από το κρεβάτι, μεταξύ ύπνου και ξύπνιου. Κοιτάζει έξω από το παράθυρο και ζωγραφίζει με τις animation επιλογές του τηλεφώνου του πάνω σε ό,τι βλέπει η κάμερα. «Όταν δουλεύω νιώθω 30 χρόνων» λέει. «Αγαπώ τη ζωή».
* Ο ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΑΠΠΟΣ είναι συγγραφέας και σύμβουλος επιχειρήσεων.
Τελευταίο βιβλίο του, το μυθιστόρημα «Hotel Living» (μτφρ. Χρήστος Καψάλης, εκδ. Λιβάνη).
[1] Υποστηρίζει ανοιχτα ότι οι δάσκαλοι της Αναγέννησης χρησιμοποιούσαν οπτικά υλικά, όπως κυρτούς καθρέφτες και αργότερα γυαλιά, για να προβάλουν απεικονίσεις πορτραίτων πάνω σε καμβάδες ωστε να τα ζωγραφίσουν όσο το δυνατόν πιο κοντά στην πραγματικότητα, κάτι που μοιάζει με φωτογραφία.