Cindy Crawford: Ετών 50-Το “χρονοδιάγραμμα” της ζωής της
Δεν είναι υπέροχη;
Η Cindy Crawford κλείνει τα 50 αυτό το μήνα (έχει γεννηθεί στις 20 Φεβρουαρίου του 1966)… και δεν θα μπορούσε να είναι πιο ευτυχισμένη!
Συντάκτης CarinaChocanoΦωτογραφία YuTsai
http://www.
Originally published in Rhapsody magazine, February 2016
Επιμέλεια και μετάφραση κειμένου Γιώτα Πετσιώτη
Όταν ήμουν πρωτοετής στο Πανεπιστήμιο Northwestern, ένας φίλος μου είπε μια ιστορία για τη μεγαλύτερη αδελφή της, η οποία ήταν μερικά χρόνια μπροστά από μας στη σχολή. Λίγο πριν φύγει από το σπίτι για το κολέγιο, η αδελφή του φίλου μου έκανε ένα αστείο σχετικά με το ότι ήλπιζε να μην καταλήξει με ένα μοντέλο της Vogue για συγκάτοικο. Τελικά, συγκάτοικός της κατέληξε να είναι η ίδια η Cindy Crawford.
Μέχρι τη στιγμή που άκουσα την ιστορία, δύο χρόνια αργότερα, η Crawford είχε εγκαταλείψει το Northwestern, είχε μετακομίσει στη Νέα Υόρκη και είχε γίνει τόσο διάσημη που η ιστορία της απέκτησε την ποιότητα μιας κοσμικής φάρσας. Δεκαετίες αργότερα, μου φαίνεται αξιοσημείωτο το γεγονός ότι έχει ωριμάσει και είναι όπως είναι. Δεν υπήρξε έλλειψη διάσημων μοντέλων τότε και όμως είναι δύσκολο να σκεφτώ ένα άλλο όνομα που θα μπορούσε να κάνει μια καλύτερη ή μονιμότερη punchline. Ήταν τόσο τέλεια, στην πραγματικότητα, διότι καθώς ετοιμαζόμουν να συναντήσω την Crawford, αναρωτήθηκα μήπως ήταν κάτι «φανταστικό». Γι ‘αυτό έστειλα μήνυμα στη φίλη μου και απλώς εκείνη μου το επιβεβαίωσε με ένα θαυμαστικό.
Η Crawford – η οποία φαίνεται να είναι πιο μετρημένη σαν προσωπικότητα από ό, τι στις «δυνατές» φωτογραφίες που την έκαναν διάσημη – ενθουσιάζεται όταν έρχεται η στιγμή να ξεδιπλώσει την ιστορία της (θυμάται την συγκάτοικο αλλά ποτέ πριν δεν είχε ακούσει το αστείο που είχε ειπωθεί) πάνω από ένα καφέ στο αίθριο του Café Habana στο restaurantMalibuτου συζύγου της RandeGerber. Είναι ντυμένη με ένα απλό τζιν και ένα flowy top, αλλά αυτό δεν κάνει την εμπειρία του κάθεσαι απέναντί της λιγότερο αποπροσανατολιστική. Η Crawford είναι όμορφη αλλά η ομορφιά της, κατά κάποιο τρόπο, φαίνεται δευτερεύουσα σε σχέση με την ποιότητα της εικόνας της.
Η ιστορία της ξεδιπλώνεται σαν μια επαναλήψιμη συμβολή της μοίρας, το χρονοδιάγραμμα, το όραμα και το ευτυχές ατύχημα μοιάζουν απίθανα και αναπόφευκτα . Υπήρχαν διάσημα μοντέλα πριν από αυτή, αλλά ήταν η Crawford, κυρίως, η οποία μπαίνει στην εποχή των supermodels ως προσωπικότητα «για όλες τις χρήσεις» και «μάρκα διασημότητας» στα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Δεν είναι πλέον εφικτό για ένα μοντέλο να έχει το ίδιο είδος καριέρας που είχε εκείνη και όταν το λέω αυτό, απαντά: «Μα, θέλω να πω, ότι δεν ήταν δυνατό όταν ήμουν ένα νεαρό μοντέλο. Ποιόν ακολουθούσα; Δεν υπήρχε οδικός χάρτης για τον τρόπο που εξελίχθηκε η καριέρα μου. Μπορεί να υπήρχε μια δόση τύχης αλλά και η προθυμία να ρισκάρω και να κάνω τα πράγματα διαφορετικά».
Η Crawford κλείνει τα 50 αυτό το μήνα και σηματοδότησε το γεγονός με την έκδοση ενός βιβλίου, Becoming Cindy Crawford (Rizzoli), για τη ζωή της σε εικόνες – ένας τρόπος, παραδέχεται, για να πει αντίο στις μέρες του modelling. « Ή ίσως να μην πω αντίο», λέει, «αλλά να προχωρήσω».
Σου δίνει την εντύπωση, όμως, ότι είναι μια διαδικασία . Ότι είναι πρόθυμη να βυθιστεί σε αυτό. «Δεν είχα ιδέα ότι το βιβλίο θα ήταν μέρος της διαδρομής», λέει και ακούγεται έκπληκτη, σα να το δουλεύει ακόμη. «Νιώθω σα να το επιτρέπω εγώ να είναι όλο αυτό τόσο υπέροχο και το γιορτάζω κιόλας. Και είμαι σίγουρη ότι θα βλέπω τον εαυτό μου μετά από 10 χρόνια όχι ως μοντέλο πια. Και αυτό είναι εντάξει. Το έχω ζήσει έντονα. Έχω δουλέψει με όλους αυτούς τους απίστευτους φωτογράφους. Τι άλλο χρειάζεται να κάνω; Δεν μπορώ να σταματήσω να ανακαλύπτω τον εαυτό μου ξανά και ξανά. Δεν θα έπρεπε να συνεχίσω να προβάλω τον εαυτό μου. Δεν το θέλω αυτό».
Όπως υποδηλώνει και ο τίτλος, το βιβλίο εξιστορεί τη ζωή της, ξεκινώντας με την ιστορία της τύπου υπερήρωα ClarkKent (όλοι οι υπερ-άνθρωποι έχουν κάτι τέτοιο) στο De Kalb, Ιλινόις, όπου μεγάλωσε από ανθρώπους της εργατικής τάξης, ξεφλουδίζοντας καλαμπόκια το καλοκαίρι για να βγάζουν λεφτά και ποτέ μέχρι τότε δεν είχαν σκεφτεί περί modeling έως ότου ένας τοπικός φωτογράφος ρώτησε αν θα μπορούσε να τη φωτογραφίσει όταν ήταν πιτσιρίκα στο γυμνάσιο. « Ήταν αυτός που έβαλε αυτή τη σκέψη στο μυαλό μου», λέει γι΄αυτόν τον πρώτο φωτογράφο. «Δεν ήξερα ότι αυτό ήταν ένα πραγματικό επάγγελμα. Γνώριζα πως υπήρχαν μοντέλα. Θέλω να πω, διάβαζα το περιοδικό Seventeen. Ήξερα ποια ήταν η PhoebeCates . Αλλά δεν ήξερα πώς μπορείς να βρεθείς από το De Kalb στο modeling».
Φοίτησε στο κολέγιο με πλήρη ακαδημαϊκή υποτροφία, αλλά έφυγε μετά το πρώτο τρίμηνο για να μπει στους κύκλους του modeling στη Νέα Υόρκη. Λίγο καιρό μετά, βρέθηκε στο καστ του videoclip “Freedom” του George Michael γύρω στο ’90. Στο βίντεο συμμετείχαν επίσης η Linda Evangelista, η Christy Turlington, η Ναόμι Κάμπελ και η Tatjana Patitz, από όπου εμπνεύστηκε ο Versace και χρησιμοποίησε το τραγούδι σε μια επίδειξη. «Ήταν μια από αυτές τις περιπτώσεις όπου το σύνολο ήταν κάτι παραπάνω από υπέροχο σε σχέση με τα άτομα μεμονωμένα» λέει η Crawford. «Υπήρχε κάτι σε μας τις πέντε. Δείχναμε διαφορετικές, οι προσωπικότητές μας ήταν διαφορετικές αλλά είμασταν υπέροχες όλες μαζί. Είμασταν σχεδόν σαν ένα «καλούπι» αγορίστικου συγκροτήματος. Ήταν σαν να λέμε κάτι συμβαίνει εδώ».
Ακόμα, εκ των υστέρων, είναι σαφές ότι η Crawford κατέληξε να είναι το πιο ξεχωριστό super model – αυτή που εισήγαγε το επάγγελμα κάτω από το πρίσμα της υψηλής μόδας και το ένταξε στον ευρύτερο κόσμο των μέσων ενημέρωσης. Οι ασυνήθιστες-για-την-ώρα-
Για την Crawfordείναι σημαντικό το ότι η Kaia αντιμετωπίζει αυτές τις εμπειρίες ως ευκαιρίες μάθησης. Η καρδιά του βιβλίου της είναι ένα κομμάτι αφιερωμένο στους διάσημους φωτογράφους με τους οποίους έχει δουλέψει κατά της διάρκεια της σταδιοδρομίας της (Meisel, Irving Penn, Patrick Demarchelier, Helmut Newton, Herb Ritts και άλλοι) και τι της δίδαξε ο καθένας από αυτούς για το modeling και τη ζωή: Πώς να παίρνει μια πόζα, πώς να κάνει ένα εξώφυλλο, πώς να εγκαταλείψει τον μέντορά της, πώς να χοροπηδά και να φαίνεται ανόητη. Όταν η Crawford εγκατέλειψε το κολέγιο, το έκανε σκεπτόμενη ότι το modeling θα διαρκούσε πέντε χρόνια και μετά θα μπορούσε πάντα να επιστρέψει στις σπουδές της. Αλλά τελικά διήρκεσε περισσότερο από το τετραπλάσιο αυτού του χρονικού διαστήματος.
Η μακροζωία της καριέρας της έχει τις ρίζες της στο ότι κάνει πράγματα που τα άλλα μοντέλα δεν κάνουν, όπως να δημιουργήσει μια δική της σειρά ομορφιάς και μια συλλογή διακόσμησης σπιτιού και να μην κάνει πράγματα που άλλα μοντέλα έκαναν, όπως partiesσε γιοτ (αν και, κοιτώντας πίσω, θα ήθελε να είχε κάνει λίγα περισσότερα από αυτά).
Όπως εξελίχθηκε η καριέρα της, η Crawford πήρε την οικειοποίηση της εικόνας της. «Σε κάποιο σημείο», γράφει στο βιβλίο, «άρχισα να έχω τη δική μου άποψη για το πώς θα ήθελα να φωτογραφηθώ. Σε πολλές περιπτώσεις ήμουν σε θέση να καταθέσω τις σκέψεις μου και να είναι μέρος της δημιουργικής διαδικασίας και αυτό με έκανε να νιώθω υπέροχα». Ζυγίζοντας την εικόνα της, η φιλοξενία της στο House of Style και η έκδοση ημερολογίων με μαγιό της έδωσαν την αυτοπεποίθηση να αναπτύξει τις δικές της δημιουργίες. «Αυτός ήταν ο τρόπος για μένα να αισθάνομαι λιγότερο σαν κορίτσι», λέει. «Αλλά πήρε πολύ χρόνο. Θα πήγαινα σε μια συνάντηση και απλώς θα άκουγα. Και απλώς άκουγα για μεγάλο χρονικό διάστημα προτού αποκτήσω το «νεύρο» και εκφράσω το οτιδήποτε».
«Αλλά ήρθε κάποια στιγμή που συνειδητοποίησα «πραγματικά έχω κάτι πολύτιμο να πω». Έχω μάθει αρκετά. Και εγώ είμαι η ειδική σε θέματα Cindy Crawford. Έχω να παρατηρήσω ότι είναι περίεργο να το ακούω αυτό. Ως έφηβη η οποία έδωσε ιδιαίτερη προσοχή στην Crawford, την σκέφτηκα ως σύμβολο δύναμης και εξουσίας. «Ήταν ισχυρή γυναίκα». Ήταν δουλειά μου να απεικονιστεί έτσι» λέει . «Είχα σίγουρα αυτή την αυτοπεποίθηση ως μοντέλο πολύ πριν την αποκτήσω ως γυναίκα. Αλλά αυτό ήταν μια δημιουργία – το όραμα του φωτογράφου, το στυλ, τα μαλλιά, το μακιγιάζ. Εκείνο το διάστημα φορούσα πάρα πολύ makeup, ακόμη και όταν δεν δούλευα. Για μια νεαρή κοπέλα αυτό ήταν ένα μήνυμα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, είχε ξεφύγει από τα όρια του φυσιολογικού: Φαίνεσαι ωραία μόνο μετά από δύο ώρες κομμωτηρίου και μακιγιάζ. Κι ‘αυτό, είναι σίγουρα αντιφατικό».
Αυτό δεν προκαλεί κάποια έκπληξη σε έναν πολιτισμό που έχει εμμονή με τα κορίτσια και απορρίπτει τις γυναίκες όπως η δική μας και ένα επάγγελμα στο οποίο η υπεροχή συμβαίνει από την ανάποδη. « Βλέπω την κόρη μου – σπαταλάς τα εφηβικά σου χρόνια περιμένοντας να μεγαλώσεις. Πότε είσαι απλώς χαρούμενος εκεί που είσαι; Και οι δύο γιαγιάδες μου είναι ακόμη εν ζωή. Η μια είναι 93 ετών και ζει μόνη – αλλά εξακολουθεί να μου τηλεφωνεί για κρέμα προσώπου. Αναρωτιέμαι αν κοιτάζεται στον καθρέφτη και ρωτάει «Ποια είναι αυτή; «Νομίζω ότι στον πυρήνα σας, είστε πάντα εσείς», λέει. Αλλά, «καλώς ή κακώς, έχω την αίσθηση ότι υπάρχει αυτή η πίεση. Είμαι εκτός σε περιοδεία για το βιβλίο μου. Δεν δείχνω όπως έδειχνα πριν από 25 χρόνια και δεν θέλω να απογοητεύσω. Ίσως αυτό είναι το «κεντροδυτικό» στοιχείο μέσα μου. Θέλω να αρέσω στους άλλους. Αλλά και πότε είμαστε χαρούμενες εκεί που είμαστε»;
Χωρίς αμφιβολία, ρίχνοντας μια αναδρομική ματιά στην καριέρα της, ερωτάται ξανά και ξανά σχετικά με το πώς είναι να μεγαλώνεις και σε κάποιες απαντήσεις ακούγεται λίγο σκεπτική. Μου μιλάει για γιόγκα και πεζοπορία, υποχώρηση που κάνει μια φορά το χρόνο. Οι πεζοπορίες διαρκούν τέσσερις ώρες, οπότε υπάρχει πολύς χρόνος για να μιλήσουμε. Μια μέρα κάποιος ρώτησε αν ο καθένας έχει βρει το πάθος του στη ζωή. Οι άνδρες είπαν ναι αμέσως αλλά για τις γυναίκες ήταν πιο δύσκολο. Αργότερα, σε μια σιωπηλή πεζοπορία, σκέφτηκε γι ‘αυτό περισσότερο. « Ήμουν κάπως σαν αγαπώ τη δουλειά μου αλλά είμαι πραγματικά επιφανειακή και μου αρέσει μόνο να περιποιούμαι τα μαλλιά και το μακιγιάζ μου γιατί με κάνει και δείχνω όμορφη; Και αυτό που συνειδητοποίησα ήταν ότι αυτό που πραγματικά αγαπώ και είμαι παθιασμένη με αυτό είναι η επικοινωνία. Και ο τρόπος που έχω επικοινωνήσει τα τελευταία 30 χρόνια είναι μέσω των φωτογραφιών».
Δεν ήταν η μοναδική κατά τη διάρκεια της «πεζοπορίας» που είχε αντίκτυπο. Μερικοί από τους άνδρες άλλαξαν την ιστορία τους και μερικές από τις γυναίκες κατέληξαν σε ένα συμπέρασμα. Και τότε κάποιος ρώτησε: «Αν θα μπορούσατε να παραμείνετε στην ιδανική ηλικία – ας πούμε στα 37 – για το υπόλοιπο της ζωής σας, πόσα χρόνια θα κόβατε από το τελείωμα της ζωής σας για να παραμείνετε εκεί; Αν θα μπορούσατε να μείνετε στα 37, θα πεθαίνατε στα 70 αντί για τα 90;» Η Crawford θυμάται. «Πολλοί από τους άντρες είπαν ότι θα το έκαναν επειδή έχασαν το μπάσκετ στα νεανικά τους χρόνια ή οτιδήποτε άλλο. Όμως, καμία από τις γυναίκες δεν θα το έκανε. Ήθελαν να δουν τα εγγόνια τους και τα δισέγγονά τους. Υπάρχει πάντα κάτι άλλο για να προσβλέπουμε σε αυτό. Τα μεγάλα νούμερα είναι σκληρά – για μένα. Ξυπνάς στα 40, ή σχεδόν στα 50, και καταλαβαίνεις, είμαι ακόμα εγώ. Το γεγονός ότι κάνω μια δουλειά που αγαπώ, έχω μια καλή σχέση με το σύζυγό μου, όμορφα παιδιά, όλα αυτά το κάνουν να μην είναι εντελώς ανώδυνο, επειδή υπάρχει ακόμα κάποια λαχτάρα για το τι ήμουν – αλλά τι θα πουλούσα γι ‘αυτό; Ποια μέρα ή ποια εμπειρία της ζωής μου θα παρατούσα για να γίνω νεότερη»; Τα διάσημα χείλη της κυρτώνουν σε ένα χαμόγελο. «Τίποτα».