Μπεναζίρ Μπούτο: Η ηγέτιδα που έγραψε τη δική της ιστορία!
Μπεναζίρ Μπούτο, μια γυναίκα που δε θα μπορούσε παρά να γίνει μόνο πολιτικός.
Η πορεία της ζωής της, η πολιτική της καριέρα, ακόμη και ο ξαφνικός της θάνατος, θυμίζουν κατά πολύ τη ζωή της Ίντιρα Γκάντι. Και οι δύο υπήρξαν γυναίκες πρωθυπουργοί στις “ιδιαίτερες” χώρες τους, αφού οι γυναίκες προορίζονται μόνο για το νοικοκυριό και την φροντίδα της οικογένειας.
Η Μπεναζίρ Μπούτο ήταν η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός σε ισλαμικό κράτος γενικά και στο Πακιστάν ειδικά. Γεννήθηκε το 1953 σε μια οικογένεια που ασχολούνταν με τα κοινά και την πολιτική ζωή. Η ίδια, πέρασε ένα μεγάλο μέρος της παιδικής της ηλικίας μακρυά τους γονείς της, καθώς εκείνοι έλειπαν συχνά λόγω των πολιτικών υποχρεώσεων του πατέρα της Ζουφικάρ Αλί Μπούτο, ο οποιός διετέλεσε πρωθυπουργός του Πακιστάν στη δεκαετία του 1970. Η ίδια, καλλιεργήθηκε σε πολλούς τομείς, σπουδάζοντας οικονομικά, νομική και φιλοσοφία στο Χάρβαρντ και στην Οξφόρδη.
Η πολιτική της πορεία δεν ξεκίνησε με μεγάλη επιθυμία και ζέση, αλλά ιδιαίτερα μετά το πραξικόπημα 1977 του στρατηγού Ζία Ουλ Χακ και την εκτέλεση του πατέρα της από τον ίδιο αλλά και την φυλάκισή της αναδύθηκε μέσα της η μαχήτρια. Αφέθηκε ελεύθερη σε εξορία στην Αγγλία όπου αψηφώντας την απόσταση ηγήθηκε του Λαϊκού κόμματος του Πακιστάν (PPP) , το κόμμα που ίδρυσε ο πατέρας της.
Το 1985 έκανε την εμφάνισή της στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο στο Στρασβούργο μαχόμενη για το Πακιστάν, για να απαλλαγεί η χώρα της από τη δικτατορία του Ζία Ουλ Χακ. Την ίδια χρονιά πεθαίνει ο επίσης πολιτικοποιημένος αδερφός της με την οικογένεια να ισχυρίζεται ότι τον δηλητηρίασαν οι χουντικοί. Μετά το θάνατο του πραξικοπηματία, δικτάτορα το 1988 , η Μπεναζίρ επέστρεψε στη γενέτειρά της. Εκεί πλέον έγραψε ιστορία, τόσο ως πολιτικός όσο και ως ακτιβίστρια.
Το 1988 εξελέγη με δημοκρατικές εκλογές που η ίδια επεδίωκε να γίνουν το προηγούμενο διάστημα, πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός μουσουλμανικού έθνους. Στην πρώτη της προσπάθεια δεν κατάφερε πολλά ωστόσο, λόγω της κατάστασης στην οποία βρισκόταν ήδη η χώρα με μια ισχυρή συντηρητική αντιπολίτευση απέναντί της. Βέβαια αναμόρφωσε τις κοινωνικές υπηρεσίες, εκμοντέρνισε τη χώρα, κινήθηκε πλάι στα ευρωπαϊκά και δυτικά μοντέλα στις πρωτοβουλίες της, υποβαθμίζοντας το στρατό στην άσκηση πολιτικής και εξουσίας. Διατηρούσε καλές σχέσεις με τις ΗΠΑ και την γείτονα Ινδία ωστόσο με λογοπαίγνια έδειχνε διπλωματικά τη δυσαρέσκειά της σε πολιτικά θέματα, καταδεικνύοντας την βοήθεια των ΗΠΑ στους Μουτζαχεντίν αποκαλώντας τους «Φρανκενστάιν της Αμερικής».
Το ημι-προεδρικό σύστημα του Πακιστάν σε συνδυασμό με τις κακές της σχέσεις με τον πρόεδρο όμως δεν επέτρεπαν στην Μπούτο να λειτουργεί ελεύθερα. Έδωσε αγώνα για να κάνει το σύστημα κοινοβουλευτική δημοκρατία χωρίς ωστόσο να τα καταφέρει. Αυτό οδήγησε στο να αμαυρώνει τις κινήσεις της πρωθυπουργού διαρκώς ο τύπος και σε απεργίες του κόσμου. Εκείνη την εποχή ο πρόεδρος την απαλλάσσει από την εξουσία ενώ ο κόσμος δεν είναι πια στο πλευρό της όπως στην αρχή.
Όταν ξανά κατεβαίνει στις εκλογές το 1990 εκτός του ότι ηττάται οδηγείται και στο δικαστήριο για διαφθορά κατά την προηγούμενη διακυβέρνηση της. Η νέα κυβέρνηση δεν καταφέρνει να ικανοποιήσει τα αιτήματα του λαού και η Μπούτο κάνει ισχυρή αντιπολίτευση. Έτσι το 1993 πριν την τετραετία επανεκλέγεται πρωθυπουργός και ξεκινάει πάλι το έργο της. Την ίδια χρονιά ξεσπούν βίαιες φυλετικές διαμάχες από φανατικούς ισλαμιστές και χρησιμοποιεί τον στρατό για να τις καταστείλει κάτι που δεν της ταίριαζε αλλά κατέφυγε αναγκαστικά σε αυτή τη λύση. Η γενικευμένη οικονομική δυσχέρεια ενώ εκείνη διαχειριζόταν προσωπικά το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου οικονομικών και η αποστρατικοποίηση που επέβαλε οδήγησαν στο πραξικόπημα του 1995 χωρίς την επιτυχία του 1977, με μια πρωθυπουργό να ζητάει την τιμωρία των πρωτεργατών κάτι που και έγινε. Το 1996 ωστόσο χάνει την ανταπόκριση του κόσμου που την είχε αναδείξει, με τον νέο πρόεδρο να την αποδεσμεύει νωρίτερα πάλι από τα καθήκοντα της. Αυτοεξορίζεται στο Ντουμπάϊ και το 1999 καταδικάζεται στο Πακιστάν ερήμην της σε τρία χρόνια φυλάκιση. Συνεχίζει να ηγείται το κόμματος PPP από το εξωτερικό ενώ το 2001 γίνεται και πρόεδρος του.
Το 2007 ο πρόεδρος Μουσαράφ της δίνει αμνηστία και γυρνάει στο Πακιστάν που πλέον η πρωθυπουργική θητεία έχει ρυθμιστεί στα δυο χρόνια. Η περιοδεία της και η παρουσία της στο πολιτικό προσκήνιο πριν τις εκλογές οδηγούν σε επίθεση αυτοκτονίας το 2008 με τριψήφιο αριθμό νεκρών και τραυματιών. Η Μπούτο τότε γλιτώνει αλλά στρέφεται εναντίον του προέδρου Μουσαραφ για τον στρατιωτικό νόμο που επέβαλε τη μέρα του τρομοκρατικού επεισοδίου -κήρυξε τη χώρα σε κατάσταση έκτακτου ανάγκης αναστέλλοντας το σύστημα-. Η Μπούτο χαρακτήρισε εκείνη τη μέρα ως την «πιο μαύρη μέρα του Πακιστάν». Συλλαμβάνεται και τίθεται σε κατ’οίκον περιορισμό ενώ σε όλη τη χώρα γίνονται διαδηλώσεις. Ο πρόεδρος μέσα σε αυτή την πίεση ανακαλεί τον στρατιωτικό νόμο. Λίγο μετά την ίδια χρόνια στις 27 Δεκεμβρίου η Μπεναζίρ Μπούτο δολοφονείται ενώ ο δολοφόνος της αυτό εκρήγνυται. Άλλη μια επίθεση αυτοκτονίας που εκτός από την πρώην πρωθυπουργό μέτρησε άλλους 28 νεκρούς και τουλάχιστον 100 τραυματίες.
Ο φόνος της έλαβε χώρα λίγο μετά την ομιλία της στο Ισλαμαμπάντ, κάτι που θα μπορούσε να παρομοιαστεί με φίμωση όχι μόνο της ίδιας αλλά και των υποστηρικτών της. Ο κόσμος συρρέει στην κηδεία της στις 28 Δεκεμβρίου με τον πρόεδρο Μουσαράφ να κηρύττει τριήμερο πένθος για τον χαμό της πολιτικής του αντιπάλου. Λίγο αργότερα ανακαλύπτεται ότι πίσω από την δολοφονία της κρύβεται η Αλ Καιντα. Η υπόθεση πάει στα δικαστήρια. Στις 3 Μαΐου ο εισαγγελέας που διερευνούσε την υπόθεση Μπούτο δολοφονήθηκε στο αμάξι του. Ακόμα δεν έχουν καταδικαστεί οι κατηγορούμενοι.
«Η ειρήνη αντιμετωπίζεται συχνότερα ως επίλυση αγώνων μεταξύ ατόμων. Πιο γενικά, η εξεύρεση ειρήνης σημαίνει επίλυση αγώνων μεταξύ ιδεολογιών, θρησκειών και πολιτισμών. Ως η πρώτη γυναίκα ηγέτης ενός ισλαμικού έθνους, η ειρήνη ήταν για μένα πρώτη και κύρια επίλυση. ένας αγώνας μεταξύ των φύλων.»
Μπεναζίρ Μπούτο