“A Little Life”: Ένα βιβλίο που έχει προκαλέσει αίσθηση διεθνώς και σαρώνει τα βραβεία
Το μυθιστόρημα της Χάνια Γιαναγκιχάρα ανακηρύχθηκε Fiction Book of The Year στα British Book Industry Αwards.
Ένα ακόμα σημαντικό βραβείο απέσπασε το μυθιστόρημα της Χάνια Γιαναγκιχάρα A little life: Στις 11 Μαΐου 2016 ανακηρύχθηκε Βιβλίο Μυθοπλασίας της χρονιάς στα βραβεία Βρετανικής Βιομηχανίας Βιβλίου 2016, ξεπερνώντας λογοτεχνικούς κολοσσούς όπως η Kate Atkinson και η Harper Lee. Το μυθιστόρημά της έχει επίσης βραβευτεί με Kirkus Prize for fiction, ενώ ήταν στη βραχείες λίστες για το βραβείο Booker και το National Book Award 2016.
Το βιβλίο έχει κυκλοφορήσει στα ελληνικά από της εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ τον Νοέμβριο του 2016 με τίτλο Λίγη ζωή, σε μετάφραση της βραβευμένης μεταφράστριας και συγγραφέα Μαρίας Ξυλούρη. Η ίδια χαρακτηριστικά αναφέρει: «Τεράστιο, όχι μόνο ως προς τον αριθμό των σελίδων όσο, και κυρίως, σε συναισθηματική και λογοτεχνική δύναμη — ένα από τα σπάνια εκείνα μυθιστορήματα που απαιτούν να ζήσεις μαζί τους για ένα διάστημα».
Πρόκειται για ένα μεγάλο, χορταστικό μυθιστόρημα, που συνδυάζει πολύ σκληρές σκηνές με ένα συγκινητικότατο πορτρέτο της φιλίας και της αγάπης μέσα στον χρόνο, κινούμενο ανάμεσα σε δύο αντιφατικές αλήθειες της ζωής: ότι οι άνθρωποι είναι ικανοί για ανείπωτη κακία και σκληρότητα, αλλά και για απεριόριστη αγάπη και καλοσύνη. Ένα βιβλίο επίτηδες υπερβολικό, από εκείνα που πρέπει να αγοράζεις μαζί με χαρτομάντιλα, με έναν συναρπαστικό κεντρικό ήρωα, από μια εξαιρετική συγγραφέα την οποία αρκετοί συγκρίνουν πλέον με την Ντόνα Ταρτ.
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
Τέσσερις φίλοι και συμφοιτητές μετακομίζουν, μετά την αποφοίτησή τους, στη Νέα Υόρκη για να φτιάξουν τη ζωή τους – άφραγκοι, χαμένοι, με μόνο τους στήριγμα τη φιλία τους και τις φιλοδοξίες τους: Ο ευγενής, ωραίος Γουίλεμ, επίδοξος ηθοποιός, ο Τζέι Μπι, ζωγράφος από το Μπρούκλιν, που προσπαθεί να κατακτήσει τον καλλιτεχνικό κόσμο, ο Μάλκολμ, αρχιτέκτονας σε μια σημαντική εταιρεία, και ο Τζουντ – ο ιδιοφυής, αινιγματικός Τζουντ. Όπως περνούν οι δεκαετίες, οι σχέσεις τους βαθαίνουν, αλλά και σκοτεινιάζουν, καθώς τις χρωματίζουν ο εθισμός, η επιτυχία, η περηφάνια. Ωστόσο η σπουδαιότερη πρόκληση, συνειδητοποιούν όλοι, είναι ο ίδιος ο Τζουντ, πλέον ένας απίστευτα χαρισματικός δικηγόρος μα και ένας άνθρωπος ολοένα και πιο διαλυμένος, με το σώμα του και τον νου του σημαδεμένα από τους ανείπωτους τρόμους της παιδικής του ηλικίας – κυνηγημένος από τραύματα που φοβάται ότι όχι μόνο δεν θα ξεπεράσει ποτέ, αλλά και θα τον ορίζουν για πάντα. Με πρόζα πλούσια και λαμπρή, η Γιαναγκιχάρα γράφει έναν τραγικό, υπερβατικό ύμνο στην αγάπη, μια αριστοτεχνική απεικόνιση του σπαραγμού, της τυραννίας της μνήμης και των ορίων της ανθρώπινης αντοχής.
ΤΙ ΕΓΡΑΨΕ Ο ΤΥΠΟΣ
«Αυτό το βιβλίο καθιερώνει τη Γιαναγκιχάρα ως μια από τις σημαντικότερες σύγχρονες αμερικανίδες συγγραφείς».
Wall Street Journal
«Εντελώς καθηλωτικό. Ρομαντικό και σε στιγμές σπαρακτικό, το Λίγη Ζωή με κράτησε ξάγρυπνο για πολλά βράδια».
Edmund White, συγγραφέας
«Ο Μάρτιν Έιμις αναρωτήθηκε κάποτε: “Ποιος άλλος εκτός από τον Τολστόι κατάφερε να κάνει την ευτυχία να ξεπηδάει μέσα από τις σελίδες;” Η συγκλονιστική απάντηση σε αυτή την ερώτηση είναι η Χάνια Γιαναγκιχάρα. Παρά τις ενστικτώδεις αντιδράσεις, οι συγκινητικότερες στιγμές του βιβλίου δεν είναι οι σκληρές του σκηνές, αλλά όταν ο Τζουντ δέχεται την καλοσύνη και την υποστήριξη των φίλων του… Το Λίγη Ζωή βιώνεται ως μια καθολική εμπειρία και, παρά τη σκοτεινιά και τον ανησυχαστικό του χαρακτήρα, διαθέτει γνήσια ομορφιά».
New Yorker
«Πόσο συχνά συμβαίνει ένα μυθιστόρημα να μπορεί να σε αναστατώνει έως δακρύων, ενώ ταυτόχρονα να σου αποκαλύπτει την ουσία της ανθρώπινης καλοσύνης και να σε κάνει να αισθάνεσαι ότι σε άγγιξε η θεία χάρη; Η Γιαναγκιχάρα σε αυτό το μυθιστόρημά της καταφέρνει να παρουσιάσει τις πλούσιες εσωτερικές ζωές όλων των ηρώων της. Και δεν είναι ότι απλώς σε ενδιαφέρει η εξέλιξη όλων αυτών των ζωών, είναι που χάρη στη μοναδική της ικανότητα, νιώθεις σαν να τις ζεις ο ίδιος… Ένα μυθιστόρημα για την ανείπωτη σκληρότητα των ανθρώπινων όντων, τις αγριότητες που υφίσταται ένα παιδί και τον αγώνα του σε όλη τη μετέπειτα ζωή του για να τις ξεπεράσει. Σελίδες βουτηγμένες στη θλίψη αλλά ταυτόχρονα αφιερωμένες στην απεριόριστη δυνατότητά μας να αγαπάμε και να αντέχουμε… Δεν είναι υπερβολή να χαρακτηριστεί το συγκεκριμένο έργο αριστούργημα – ίσως μάλιστα η λέξη να είναι μικρή για να το περιγράψει».
San Francisco Chronicle
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
Η αμερικανίδα Hanya Yanagihara με καταγωγή από τη Χαβάη (Χάνια Γιαναγκιχάρα, 1975) έχει εργαστεί στο περιοδικό Conde Nast Traveller και τώρα δουλεύει στο T (The New York Times Style Magazine). Το A LITTLE LIFE είναι το δεύτερο βιβλίο της. Είχε προηγηθεί το μυθιστόρημα THE PEOPLE IN THE TREES (2013, υποψήφιο για βραβείο Dylan Thomas), το οποίο είχε επιλεχθεί ως το βιβλίο της χρονιάς από τα έντυπα Independent, Huffington Post, The Wall Street Journal και Cosmopolitan. Zει στη Νέα Υόρκη.
Κριτικές και συνεντεύξεις.
• theguardian.com
• newyorker.com
• nytimes.com
• irishtimes.com
• telegraph.co.uk
• ft.com
• independent.co.uk
• independent.co.uk
• themillions.com
• electricliterature.com
• themanbookerprize.com
• bookpage.com/interviews
• vulture.com
• mashable.com
Goodreads
www.goodreads.com
Διαβάστε ένα απόσπασμα από την ελληνική μετάφραση για να πάρετε μια πρώτη γεύση.
Έγινε δέκα, έγινε έντεκα. Τα μαλλιά του ξαναμάκρυναν, έγιναν μακρύτερα κι απ’ όταν ήταν στο μοναστήρι. Ψήλωσε, και ο αδελφός Λιουκ τον πήγε σε ένα μαγαζί με μεταχειρισμένα ρούχα, όπου μπορούσες να αγοράσεις ένα σακί με ρούχα και να πληρώσεις με το κιλό. «Χαλάρωσε!» θ’ αστειευόταν ο αδελφός Λιουκ, πιέζοντας το κεφάλι του προς τα κάτω σαν για να τον ζουλήξει και να τον μικρύνει. «Μεγαλώνεις υπερβολικά γρήγορα!»
Κοιμόταν όλη την ώρα πια. Στα μαθήματά του ήταν ξύπνιος, μα καθώς η μέρα έσβηνε στο προχωρημένο απόγευμα, ένιωθε κάτι να τον πλακώνει και άρχιζε να χασμουριέται, ανήμπορος να κρατήσει τα μάτια του ανοιχτά. Στην αρχή ο αδελφός Λιουκ αστειευόταν και γι’ αυτό –«ο υπναράς μου» έλεγε, «ο ονειρευτής μου»–, μα ένα βράδυ κάθισε μαζί του αφότου είχε φύγει ο πελάτης. Επί μήνες, χρόνια, αντιστεκόταν στους πελάτες, πιο πολύ αντανακλαστικά παρά επειδή πίστευε ότι μπορούσε να τους σταματήσει, όμως τελευταία είχε αρχίσει απλώς να μένει ακίνητος, αδρανής, να περιμένει να τελειώσει ό,τι ήταν να γίνει. «Ξέρω ότι έχεις κουραστεί» είχε πει ο αδελφός Λιουκ. «Είναι φυσιολογικό· μεγαλώνεις. Είναι κουραστική δουλειά να μεγαλώνεις. Και ξέρω ότι δουλεύεις πολύ. Μα, Τζουντ, όταν είσαι με τους πελάτες σου, πρέπει να δείχνεις λίγη ζωή· πληρώνουν για να είναι μαζί σου, ξέρεις – πρέπει να τους δείχνεις ότι το ευχαριστιέσαι». Όταν δεν είπε τίποτα, ο αδελφός πρόσθεσε: «Φυσικά, ξέρω ότι δεν το ευχαριστιέσαι, όχι όπως όταν είμαστε οι δυο μας, όμως πρέπει να δείξεις λίγη ενέργεια, εντάξει;». Έγειρε προς το μέρος του, έβαλε μια τούφα πίσω από το αυτί του. «Εντάξει;» Έγνεψε.
Ήταν επίσης εκείνο τον καιρό περίπου που άρχισε να κοπανιέται στους τοίχους. Το μοτέλ όπου έμεναν –αυτό έγινε στην Ουάσινγκτον– είχε και δεύτερο όροφο, και μια φορά είχε πάει εκεί για να ξαναγεμίσει τον κουβά τους με πάγο. Ήταν μια υγρή, γλιστερή μέρα, και καθώς επέστρεφε, είχε σκοντάψει κι είχε πέσει, είχε κουτρουβαλήσει μέχρι τον κάτω όροφο. Ο αδελφός Λιουκ είχε ακούσει τη φασαρία της πτώσης του και είχε τρέξει έξω. Δεν είχε σπάσει τίποτα, μα είχε γρατζουνιστεί κι αιμορραγούσε, και ο αδελφός Λιουκ είχε ακυρώσει το ραντεβού του εκείνο το βράδυ. Εκείνη τη νύχτα, ο αδελφός ήταν προσεκτικός μαζί του, και του είχε φέρει τσάι, μα εκείνος ένιωθε πιο ζωντανός απ’ ό,τι εδώ και βδομάδες. Κάτι στην πτώση, στη φρεσκάδα του πόνου, ήταν δυναμωτικό. Ήταν ένας πόνος έντιμος, ένας πόνος καθαρός, ένας πόνος χωρίς ντροπή ή βρομιά, και ήταν μια αίσθηση αλλιώτικη απ’ ό,τι επί χρόνια ένιωθε. Την άλλη εβδομάδα, ξαναπήγε να φέρει πάγο, μα αυτή τη φορά, καθώς επέστρεφε στο δωμάτιο, σταμάτησε στον μικρό τρίγωνο χώρο κάτω από τη σκάλα, και πριν συνειδητοποιήσει τι έκανε, ορμούσε στον τούβλινο τοίχο, και καθώς το έκανε, φανταζόταν ότι πετούσε από πάνω του κάθε σκόνη, κάθε ίχνος υγρού, κάθε ανάμνηση των τελευταίων χρόνων. Ανατασσόταν· επέστρεφε σε κάτι αγνό· τιμωρούνταν για όσα είχε κάνει. Μετά από αυτό, ένιωθε καλύτερα, αναζωογονημένος, λες και είχε τρέξει έναν πολύ μεγάλο αγώνα και μετά είχε ξεράσει, και μπόρεσε να επιστρέψει στο δωμάτιο.
Εντέλει, ωστόσο, ο αδελφός Λιουκ κατάλαβε τι έκανε, και ακολούθησε άλλη μια συζήτηση. «Καταλαβαίνω πως συγχύζεσαι» είπε ο αδελφός Λιουκ «μα, Τζουντ, αυτά που κάνεις δεν σε ωφελούν. Ανησυχώ για σένα. Και στους πελάτες δεν αρέσει να σε βλέπουν καταμελανιασμένο». Βουβάθηκαν. Πριν έναν μήνα, έπειτα από μια πολύ κακή νύχτα –είχε έρθει μια ομάδα ανδρών, και όταν έφυγαν, έκλαιγε, ωρυόταν, ό,τι πιο κοντινό σε ξέσπασμα οργής είχε εδώ και χρόνια, ενώ ο Λιουκ καθόταν δίπλα του και έτριβε το πονεμένο του στομάχι και του είχε βάλει ένα μαξιλάρι στο στόμα για να καταπνίξει τον ήχο– είχε εκλιπαρήσει τον Λιουκ να τον αφήσει να σταματήσει. Και ο αδελφός είχε κλάψει και είχε πει ότι θα τον άφηνε, ότι δεν υπήρχε τίποτα άλλο που ήθελε περισσότερο απ’ το να είναι μόνο οι δυο τους, μα είχε από καιρό ξοδέψει όλα του τα χρήματα για να τον φροντίζει. «Δεν μετανιώνω ούτε στιγμή, Τζουντ» είπε ο αδελφός «μα δεν έχουμε καθόλου λεφτά τώρα. Ό,τι έχω και δεν έχω είσαι εσύ. Λυπάμαι τόσο πολύ. Όμως στ’ αλήθεια αποταμιεύω τώρα· εντέλει, θα μπορέσεις να σταματήσεις, το υπόσχομαι».
«Πότε;» είχε πει μέσα στ’ αναφιλητά.
«Σύντομα» είπε ο Λιουκ «σύντομα. Σ’ έναν χρόνο. Το υπόσχομαι» και έγνεψε, παρότι είχε από καιρό μάθει ότι οι υποσχέσεις του αδελφού ήταν ανούσιες.
Μα έπειτα ο αδελφός είχε πει πως θα του μάθαινε ένα μυστικό, κάτι που θα τον βοηθούσε να μετριάζει την αναστάτωσή του, και την άλλη μέρα του είχε δείξει πώς να κόβεται, και του είχε δώσει μια σακούλα γεμάτη ξυράφια και αντισηπτικά μαντιλάκια και βαμβάκι και χανσαπλάστ. «Θα χρειαστεί να πειραματιστείς και να δεις τι σου κάνει καλύτερα» είπε, και του έδωσε την τσάντα. «Να μου πεις όταν θέλεις κι άλλες προμήθειες, και θα σου τις φέρω». Στην αρχή του έλειπε η θεατρικότητα, η δύναμη και το βάρος των πτώσεων και των κοπανημάτων του, μα σύντομα άρχισε να εκτιμά τη μυστικότητα, τον έλεγχο των τομών. Ο αδελφός Λιουκ είχε δίκιο: το κόψιμο ήταν καλύτερο. Όταν το έκανε, ήταν λες και στράγγιζε το δηλητήριο, τη βρόμα, την οργή από μέσα του. Ήταν λες και το παλιό του όνειρο με τις βδέλλες είχε γίνει αληθινό και είχε το ίδιο αποτέλεσμα, το αποτέλεσμα που πάντα ήλπιζε πως θα είχε. Παρακαλούσε να ήταν φτιαγμένος από μέταλλο, από πλαστικό: κάτι που θα μπορούσες να το πλύνεις με το λάστιχο και να το τρίψεις για να καθαρίσει. Είχε ένα όραμα ότι τον γέμιζαν νερό και απορρυπαντικό και χλωρίνη και μετά τον στέγνωναν, και όλα εντός του είχαν απολυμανθεί. Τώρα, όταν είχε φύγει ο τελευταίος πελάτης της νύχτας, έπαιρνε τη θέση του αδελφού Λιουκ στο μπάνιο, και ώσπου ν’ ακούσει τον αδελφό να του λέει ότι ήταν ώρα να έρθει στο κρεβάτι, το σώμα του του ανήκε για να το κάνει ό,τι θέλει.