9+1 βιβλία που ξεχωρίσαμε για εορταστικά δώρα αλλά και για προσωπική χαλάρωση
Η περίοδος των εορτών προσφέρει μοναδικές ευκαιρίες για χαλάρωση και αποδράσεις, ιδανικές για να υιοθετήσουμε την καλή συνήθεια της ανάγνωσης.
Φέτος, η ομάδα του By the Book σας προτείνει 9+1 βιβλία που ξεχώρισαν μέσα στο προηγούμενο διάστημα και υπόσχονται να σας κρατήσουν συντροφιά κατά τη διάρκεια των γιορτών. Από λογοτεχνικά αριστουργήματα μέχρι συναρπαστικά μυθιστορήματα και αυτοβιογραφίες, η ποικιλία των θεμάτων θα καλύψει τα γούστα όλων των αναγνωστών. Είτε βρίσκεστε σε μια ζεστή γωνιά του σπιτιού σας, είτε σε ένα γραφικό καφέ στη διάρκεια ενός ταξιδιού, αυτά τα βιβλία θα γεμίσουν τις ώρες σας με συναισθήματα και ενθουσιασμό.
Ανάμεσα στις προτάσεις μας, θα βρείτε έργα που συνδυάζουν ανατρεπτικές πλοκές και βαθιά νοήματα. Από μυθιστορήματα που εξερευνούν τις ανθρώπινες σχέσεις, έως παραμύθια που αποπνέουν τη μαγεία των εορτών, κάθε αναγνωστής θα βρει κάτι που να τον κεντρίζει το ενδιαφέρον. Ειδικά στην περίοδο αυτή, η ανάγνωση μπορεί να αποτελέσει μια πολύτιμη πηγή έμπνευσης και αναστοχασμού, παρασέρνοντάς σας σε κόσμους γεμάτους θαύματα και περιπέτειες. Αφήστε λοιπόν τις γιορτές σας να συνδυαστούν με τη μαγεία των βιβλίων, που θα σας ταξιδέψουν μακριά από τις καθημερινές έγνοιες και θα σας προσφέρουν αλήθειες και συναισθήματα που θα θυμάστε για καιρό.
Η ΓιόνγκΧιε και ο σύζυγός της είναι δύο άνθρωποι του μέσου όρου. Εκείνος πηγαινοέρχεται δουλοπρεπώς στο γραφείο του, δεν διακατέχεται από καμία φιλοδοξία. Εκείνη δεν τη χαρακτηρίζει κανένα πάθος, είναι απλώς μια αφοσιωμένη νοικοκυρά. Η μονοτονία του γάμου τους ανατρέπεται όταν η ΓιόνγκΧιε αποφασίζει μια μέρα να μην ξαναφάει κρέας. Δεν δίνει εξηγήσεις. «Είδα ένα όνειρο», αυτό λέει μονάχα. Πρόκειται για μια μικρή ένδειξη ανεξαρτησίας, η οποία όμως μπορεί να θεωρηθεί ακραία και να αποδειχθεί ιδιαίτερα επικίνδυνη σε μια χώρα όπως η Νότια Κορέα. Και δεν φτάνει αυτό. Η παθητική αντίσταση της ΓιόνγκΧιε, μια διαδικασία ιδιότυπης μεταμόρφωσης, ξεπερνά κάθε όριο γκροτέσκου. Ποτέ δεν φορούσε με ευχαρίστηση σουτιέν, αλλά τώρα αρχίζει να το κάνει και δημοσίως. Επιπλέον, ονειρεύεται να ζήσει σαν φυτό. Σύσσωμη η οικογένεια θα στραφεί τελικά εναντίον της. Η βραβευμένη “Χορτοφάγος” είναι μια ιστορία καφκικής σύλληψης που αναπτύσσεται σε τρεις πράξεις. Ένα μυθιστόρημα σαγηνευτικό και αλλόκοτο, βίαιο και αισθησιακό, με το οποίο η Χαν Γκανγκ, από τις δημοφιλέστερες λογοτεχνικές φωνές της Άπω Ανατολής, διερευνά την επιθυμία και την ντροπή, την καταπίεση και την εξουσία. «Η “Χορτοφάγος” είναι ένα αξέχαστο μυθιστόρημα, σφοδρό και αυθεντικό, που απέσπασε πανάξια και ομόφωνα το Διεθνές Βραβείο Booker 2016. Η Χαν Γκανγκ αφηγείται μέσα από τρεις φωνές, τρεις διαφορετικές οπτικές γωνίες, τούτη την πυκνή, παράξενη και εξαίρετα δομημένη ιστορία, περιγράφοντας πώς ακριβώς μια συνηθισμένη γυναίκα απορρίπτει τις συμβάσεις και τις προκαταλήψεις που τη δένουν με το σπίτι της, την οικογένειά της, την κοινωνία μέσα στην οποία ζει. Με ύφος λυρικό και συγχρόνως διαπεραστικό, το βιβλίο αποκαλύπτει τις συνέπειες που επιφέρει αυτή η μεγάλη άρνηση όχι μόνο στην ίδια την ηρωίδα αλλά και στους ανθρώπους του περιβάλλοντός της. Αυτό το συμπαγές, θαυμάσιο και ανατριχιαστικό έργο θα παραμείνει για καιρό στις σκέψεις, ίσως και στα όνειρα, των αναγνωστών.
Τότε κατέβηκαν από τον ουρανό οι δεκάδες ιστορίες που ο Καστελάνης είχε ακούσει στη φυλακή, στο λιμάνι και τα καταγώγια. Σαν πύρινες γλώσσες σε μια δαιμονική επιφοίτηση έμπαιναν στο μυαλό του οι ζωές των ανθρώπων που είχε γνωρίσει. Με αστραπιαία ταχύτητα φίλτραρε με τον νου του τις πιο σκληρές και άδικες. Πόρνες, χαμίνια, μικροαπατεώνες, όλοι όσοι είχαν δει το απάνθρωπο πρόσωπο της κοινωνίας που τους είχε οδηγήσει σε μια ζωή φτώχειας, εγκλήματος και αποκλεισμού, χωρίς να την έχουν πραγματικά επιλέξει οι ίδιοι. Οι γλώσσες έγλειφαν κάθε χαραμάδα του μυαλού του και του ψιθύριζαν σαν Σειρήνες «Εκδικήσου!» Άρχισε να ψιχαλίζει. Οι λεπτές στάλες της βροχής δρόσισαν τον Καστελάνη μέσα στην κάψα του φονικού. Αναμείχθηκαν με τον ιδρώτα του και κυλούσαν επάνω στο πρόσωπό του, γεμίζοντάς το με φρικιαστικές χωμάτινες ραβδώσεις από τη σκόνη που είχε καθίσει πάνω του όσο περπατούσε στις ερημιές. Η όψη του έγινε πιο τρομακτική. Τώρα χόρευε μες στην ψιχάλα έναν απόκρυφο δαιμονικό χορό. Τα ουρλιαχτά και ο απαλός ήχος της βροχής ήταν η μουσική στον χορό του. Δεν χτυπούσε πλέον στο ψαχνό, όμως το διασκέδαζε αφάνταστα. Οι γλώσσες στο μυαλό του τον επευφημούσαν και του έλεγαν να συνεχίσει με το ίδιο πάθος.
Ακολουθώντας το παγιωμένο πρόγραμμά του ο Χρήστος θα πάει στην εργασία του, στο συνεργείο αυτοκινήτων. Ως συνήθως, μαζί με τους συναδέλφους του θα παραγγείλουν καφέδες. Λίγη ώρα αργότερα, επιθετικοί πόνοι θ αβρουν το στήθος του και τα γόνατά του θα τον προδώσουν. Κεραυνός εν αιθρία η αναπάντεχη απώλειά του. Χάρη στις τοξικολογικές εξετάσεις όμως, η αστυνομία θα κάνει λόγο περί δολοφονίας.
Η καταξιωμένη αστυνόμος Άννα Δερβίση θα ναλάβει την εξιχνίαση του εγκλήματος. Με τη βοήθεια του στενού της συνεργάτη, Κυριάκου Λιβαθινού, θα έρθουν αντιμέτωποι με την πολυποίκιλη παρασκηνιακή ζωή του θύματος. Σύσσωμα τα πρόσωπα που σχετίζονταν παντοιοτρόπως με το θύμα θα τεθούν υπό την ανάκριση της Άννας. Ο επίμονος δολοφόνος δεν θα αργήσει να κάνει το επόμενο βήμα.
Η Άννα όμως θα έχει φυλάξει τα νώτα της και τότε θα δράσει καταλυτικά. Χάρη σε μια εύστοχη μπλόφα θα αποδείξει για ακόμα μία φορά πως δεν χαρακτηρίζεται τυχαία ως δαιμόνια! Άραγε επρόκειτο για εγκλήματα που έγιναν στο όνομα της εκδίκησης ή που έλαβαν χώρα κατά λάθος;
Μια ιστορία που αποδεικνύει περίτρανα ότι τα φαινόμενα απατούν και δυστυχώς…δεν απατούν μόνο αυτά!
“Εκεί που το φαίνεσθαι του δόλου απέχει παρασάγγας απ’ το είναι του φόνου…”
Εκείνος είναι ο Σωκράτης Μπούμπα. Εκείνη είναι η Κατερίνα Χολέβα, δύο χρόνια μικρότερή του. Είναι αρραβωνιασμένοι από μικρά παιδιά μέσα από ένα παλιό έθιμο των Βλάχων, αυτό της «Ζωής». Μεγαλώνουν ο ένας για τον άλλον χωρίς να συνυπάρχουν και όταν φτάνουν σε μια ηλικία όπου καταλαβαίνουν κάποια πράγματα, εμφανίζεται το φάντασμα του έρωτα…
Είναι τα χρόνια 1950-1970, στην Αλβανία. Όταν οι τελευταίοι μεταναστευτικοί Βλάχοι εκείνου του τόπου αλλά και πιο πέρα, εκείνοι με τα σπίτια στην πλάτη του μουλαριού, των τεντών και των αχυρένιων καλυβών, πάντα εν κίνηση, πίσω από τα πρόβατα τους, είτε το καλοκαίρι στα βουνίσια μέρη της Κορυτσάς, είτε το χειμώνα στο νοτιότερο σημείο της χώρας, πρέπει τώρα να εγκατασταθούν σε ένα συγκεκριμένο τόπο και να αρχίσουν να ζουν μια αστική ζωή.
Οι «Τελευταίοι Νομάδες» είναι μια ιστορία για την αγάπη και τον άνθρωπο, για έναν λαό που δεν δέχεται να πεθάνει, που υπερβαίνει τον χώρο και τον χρόνο, και ταξιδεύει προς κάθε αναγνώστη από όποια χώρα και αν είναι, όποιοι και αν είναι.
«Ποιος είναι ο πατέρας μου, γαμώτο; Ποιος μας έριξε σε τέτοια μιζέρια; Ποιος ρήμαξε τη ζωή μας;» ούρλιαζε απελπισμένος στο πρόσωπο της μάνας του. Η Νατάσα κοιτούσε τον γιο της κλαμένη, με τη θύελλα να μαίνεται μέσα της. Χρόνια ολόκληρα κρατούσε το τρομερό μυστικό και ήθελε να το πάρει μαζί της στον τάφο. Η ίδια η ζωή όμως σκηνοθέτησε μια τραγωδία που δεν μπορούσε να φανταστεί κανείς, όπως και τις τρομακτικές συνέπειές της. Δύο βιασμοί, ένας λάθος υπολογισμός, μια αδιανόητη πολιτική ίντριγκα που ρίχνει κυβερνήσεις, μια δολοφονία, ένας παπάς με λερωμένα ράσα. Αμαρτίες, λάθη, πάθη, μυστικά, ψέματα, βρόμικα λεφτά, δολοπλοκίες, από τη Σαλαμίνα ως το Ψυχικό και το πρωθυπουργικό γραφείο, ένα δράμα πίσω από κλειστές πόρτες, εκεί όπου όλα κρύβονται κάτω από το χαλί. Ένα κοινωνικοπολιτικό θρίλερ που τρομάζει ακόμα και τους ίδιους τους πρωταγωνιστές, οι οποίοι παραμένουν ως το τέλος άρρηκτα δεμένοι μεταξύ τους! Και στη μέση… ένα μπάσταρδο, που αποφάσισε να πάρει τη ζωή του στα χέρια του με κάθε κόστος.
Το Ιόνιο πέλαγος σείστηκε απ’ άκρη σ’ άκρη. Τα θαμμένα κεραμίδια της γης αγκαλιάστηκαν. Το ένα βυθίστηκε μες στα μπράτσα του άλλου. Μια πανάρχαια, πρωτόγονη αγάπη τα ωθούσε. Οι πέτρες έβγαλαν δόντια και δάγκωσαν τις διπλανές τους. Τα νύχια τους μάκρυναν αρπαχτικά και χώθηκαν βαθιά μέσα στις σάρκες. Έντεκα δευτερόλεπτα φιλήθηκαν οι πέτρες· δύο εραστές που είχαν καιρό να ιδωθούν και ρίχτηκαν με πάθος ο ένας στον άλλον. Μα ντρέπονταν μην τους δουν. Δεν ήθελαν κανέναν μάρτυρα σε αυτό το σφιχταγκάλιασμα κι έτσι κρύφτηκαν κάτω από το πάπλωμα της θάλασσας. Κάτω από τον βυθό συγκρούστηκαν οι πόθοι της αέναης κίνησης. Ένα ταξίδι αυτογνωσίας προς την προσωπική Ιθάκη μας. Ένα αγωνιώδες φιλοσοφικό θρίλερ για τα ερωτήματα που απασχολούν τον κάθε άνθρωπο εδώ και χιλιετίες. Μια ιστορία αγάπης σε έναν κόσμο που γκρεμίζεται. Το βιβλίο Ποσειδών είναι ένα μυθιστόρημα που μιλάει για το θείο και το ανθρώπινο. Ρίχνει φως στο πώς αντιλαμβανόμαστε το θεϊκό στοιχείο σε καταστάσεις κρίσης αλλά και ηρεμίας, στο πώς προσδιοριζόμαστε απέναντι στους ανθρώπους, αλλά και όσον αφορά τον εαυτό μας. Είναι ένα ταξίδι προς τη δική μας Ιθάκη, προς την αυτογνωσία. Έρωτας, ενσυναίσθηση, συμπόνια και συγχώρεση σε έναν κόσμο που καταρρέει.
Τι θα έκανες εάν μπορούσε να ταξιδέψεις πίσω στον χρόνο; Στη Βόρεια Ιαπωνία, υπάρχει ένα μικρό καφέ που πέρα από την εκθαμβωτική θέα στη θάλασσα προσφέρει μια μοναδική εμπειρία στους πελάτες του – τη δυνατότητα να ταξιδέψουν πίσω στον χρόνο. Όπως ακριβώς το μικρό γοητευτικό καφέ που γνωρίσαμε στο Τόκιο. Από τον συγγραφέα των “Πριν κρυώσει ο καφές” και “Πριν αποκαλυφθεί η αλήθεια” έρχεται μία ακόμη τρυφερή ιστορία χαμένων ψυχών που ελπίζουν να ταξιδέψουν στο παρελθόν πίνοντας ένα φλιτζάνι καφέ. Εκτός από μερικούς γνώριμους χαρακτήρες, θα συναντήσουμε επίσης μια κόρη που έχει δυσανασχετήσει με τους νεκρούς γονείς της που την άφησαν ορφανή, έναν τον κωμικό που ανησυχεί για την αγαπημένη του και τα κοινά τους όνειρα, μια μικρή αδερφή κυριευμένη από τη θλίψη και έναν νεαρό άνδρα που συνειδητοποιεί την αγάπη του για την παιδική του φίλη πολύ αργά… Με τη χαρακτηριστική νοσταλγική αφήγηση του Καβαγκούτσι, το βιβλίο αυτό είναι γεμάτο τρυφερότητα και συναίσθημα, και εξερευνά για ακόμη μία φορά το ερώτημα: Τι θα έκανες εάν μπορούσες να ταξιδέψεις στο παρελθόν;
Μπαμπάκα, Για χρόνια, η αγάπη σου για μένα κι η αγάπη μου για σένα μιλούσαν άλλη γλώσσα. Κανείς μας δεν έφταιγε γι’ αυτό: η ζωή είχε μπει ανάμεσά μας. Έπρεπε να μεγαλώσω για να δω καθαρά το πρόσωπό σου, να καταλάβω πόσα σου χρωστώ. Δυο τρόπους ξέρω μόνο να χαρίζομαι: ν’ αγαπώ, και να γράφω. Και καθώς ήδη σ’ αγαπάω απέραντα, σου χαρίζω αυτό το βιβλίο. Το μυστήριο της τρυφερής, μεγάλης σου καρδιάς ήτανε πάντα διάφανο.
9. ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΕΦΗΜΕΡΙΑ
10. ΚΟΡΝΙΖΩΜΕΝΟΙ
Τυχερή, αντί Κρανιά, έτσι λέγανε την πόλη μερικοί πιο παλιοί και πολύ δίκαιος ο τίτλος, ούτε μία ανθρωποκτονία εδώ και δεκαετίες, οι κτηματικές διαφορές και τα συζυγικά κερατώματα δεν είχαν οδηγήσει ντόπιους σε ακραίες συμπεριφορές, η τοπική Αστυνομία ασχολιόταν με παραβίαση ωρών κοινής ησυχίας, παραβάσεις του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, διαρρήξεις, εξυβρίσεις και φασαρίες για τα ποδόσφαιρα και τα κομματικά.Με τον καιρό ο Στέλιος Σπούγιας είχε προσχωρήσει στο πνεύμα της πλειοψηφίας των ντόπιων, που θεωρούσαν πως τα δύο πιο χρήσιμα ρήματα στη ζωή είναι τα βολεύομαι, ξεβολεύομαι. Κάνα δυο φορές, μετά που η Χιονία του τα φόρεσε με τον επιστήμονα και του ζήτησε διαζύγιο, είχε σκεφτεί να σηκωθεί να φύγει σαν κύριος, γιατί όχι στην Αυστραλία, τόσο μακρινή σαν μία περίπτωση Άλλου Κόσμου.Υπήρχε ο μικρός όμως, ο μοναχογιός του, ο Χρόνης του.Δεν το έσκασε λοιπόν, έμεινε στις κορνίζες, παραφουσκώνοντας το νόημα του μαγαζιού και το ειδικό βάρος των σχέσεων με την ποικιλία των πελατών.Κάποια πρωινά άνοιγε το παράθυρο, κοιτούσε ψηλά και τα έριχνε στον παραλήπτη, ουρανέ της Κρανιάς, φουκαρά μου κι εσύ, τι έχεις αποκαλύψει φωτεινός, τι έχεις κουκουλώσει σκοτεινός. Μετά απευθυνόταν και στον εαυτό του, ρε μαλάκα Στέλιο, δεν πας να δεις αν έρχομαι;
cover photo unsplash