Γιατί η επικοινωνία παίζει μεγάλο ρόλο στην ποιότητα της ζωής μας
Ο σημαντικός ρόλος της επικοινωνίας στην ποιότητα της ζωής μας.
Ζούμε μέσα σε ένα κοινωνικό σύνολο. Κινούμαστε ανάμεσα σε ανθρώπους. Η ποιότητα της επικοινωνίας μας με τον περίγυρο, λοιπόν, καθορίζει σε έναν σημαντικό βαθμό την ποιότητα της καθημερινής μας εμπειρίας, το κατά πόσον μπορούμε ή δεν μπορούμε να νιώθουμε όμορφα κοντά στην παρέα των άλλων, το αν αισθανόμαστε πως γινόμαστε αντιληπτοί/ ές, το αν έχουμε την αίσθηση ότι αποτελούμε αντικείμενο σεβασμού, το αν υπάρχει «επαφή» και ενσυναίσθηση, το αν μπορούμε να υπολογίζουμε στη συνεργασία και στη συμπόρευση των άλλων ή αν τους εκλαμβάνουμε σαν εχθρικές, αντιπαθητικές, απωθητικές φιγούρες.
Την ίδια στιγμή, ο κάθε άλλος / η κάθε άλλη απέναντί μας, φαίνεται να λαμβάνει ως πρόσωπο το νόημα που πολλές φορές εμείς του / της δίνουμε, καθώς εμείς οι ίδιοι /ες ίσως έχουμε μια συγκεκριμένη εικόνα στο μυαλό μας για το άτομο που βρίσκεται μπροστά μας. Αληθινή έως ένα βαθμό ή ψεύτικη, το θέμα είναι πως αυτή η συγκεκριμένη εικόνα που έχουμε για το άτομο που αντιμετωπίζουμε δίνει το «χρώμα» στην επικοινωνία που ανοίγεται με το άτομο αυτό. Και, φυσικά, η συνέχεια αυτής της διαδικασίας επαφίεται στη συνολική διάδραση, δηλαδή στο πώς το απέναντι άτομο αντιδρά σε αυτήν την πραγματικότητα, αλλά και αν ταυτόχρονα το άτομο αυτό κάνει ακριβώς το ίδιο που κάνουμε κι εμείς, δηλαδή μας αποδίδει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, μας έχει «κάπως» στο μυαλό του και μας απευθύνει το λόγο αντιστοίχως.
Έτσι, η επικοινωνία δεν προχωρά επάνω σε μια αντικειμενική γραμμή πλεύσης. Ενέχει σωρό από υποκειμενικά στοιχεία. Στοιχεία που, δυστυχώς, βραχυκυκλώνουν ενίοτε το σύστημα και οδηγούν στην έλλειψη κατανόησης, στην αίσθηση απόστασης ή / και αποξένωσης.
Προσπαθώντας από τη δική μας πλευρά να αναλάβουμε το δικό μας μερίδιο ευθύνης στην επικοινωνία που διαμορφώνεται έχει ενδεχομένως σημασία να εστιάζουμε σε κάποια ιδιαίτερα σημεία:
Ο λόγος που ερχόμαστε σε διάδραση με έναν άνθρωπο είναι για να ανταλλάξουμε σκέψεις / πληροφορίες. Συνεπώς έχει νόημα να μιλήσουμε, να ακουστούμε, αλλά και να ακούσουμε το τι έχει ο άλλος άνθρωπος να μας πει. Να τον / την αφήσουμε να ξεδιπλώσει τη σκέψη του με άνεση και να προσέχουμε όλο αυτό το άνοιγμα που κάνει προς τη δική μας πλευρά, να δώσουμε προσοχή σε καθετί που θα μας πει και όχι σε μία από τις εκατό φράσεις που επιθυμούμε – συνειδητά ή ασυνείδητα- να κρατήσουμε. Πόσες φορές τυχαίνει στ’ αλήθεια να επιλέγουμε να «πιαστούμε» από μία κουβέντα παραλείποντας όλα τα υπόλοιπα;
Παράλληλα, η ενσυναίσθηση αποτελεί τεράστιο εργαλείο στο κομμάτι της επικοινωνίας και της ζωής μας εν γένει. Προσπαθούμε να μπούμε στα παπούτσια του ανθρώπου που μας μιλάει και να δούμε μια κατάσταση / ένα ζήτημα με τα δικά του/ της μάτια, από τη δική του / της φύση / θέση; δεν είναι πάντα εύκολο να νιώσουμε ό,τι νιώθει ένας άλλος άνθρωπος. Έχουμε όμως τη δυνατότητα να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε σε έναν βαθμό με συλλογισμούς το πώς θα μπορούσε να νιώθει, γιατί ακριβώς αυτό είναι που ίσως προσπαθεί να μας εξηγήσει την ώρα που ξεδιπλώνει τη σκέψη του / της.
Τέλος, μάλλον έχει νόημα να παρατηρούμε τον τόνο της φωνής, αλλά και τη γλώσσα του σώματος γενικότερα, τόσο από τη δική μας πλευρά, όσο και από τον άνθρωπο με τον οποίον κουβεντιάζουμε. Το πώς παρουσιάζεται κάτι συνολικά μπορεί να αλλοιώσει όλο το νόημα των λέξεων που χρησιμοποιούνται. Οι λέξεις αυτές καθαυτές καθορίζουν λιγότερο από το 10% του μηνύματος που θα δοθεί ή που θα ληφθεί. Συνεπώς, το ύφος, οι κινήσεις, αλλά και η ένταση της φωνής έχουν πολύ μεγάλη δύναμη.
Δεν είναι κακό να προσπαθούμε να ελέγχουμε τη συμπεριφορά μας συνολικά. Πιθανώς είναι κάτι που σιγά σιγά μαθαίνουμε να διαχειριζόμαστε έχοντας πάντα ως κεντρικό στόχο το να γίνουμε κατανοητοί, να περάσουμε το μήνυμα που πραγματικά επιθυμούμε και όχι κάποιο άλλο. Την ίδια στιγμή, μαθαίνουμε να παίρνουμε τα μηνύματα των ανθρώπων είτε δίνονται με λέξεις είτε με τη συνολική στάση ενός άλλου ανθρώπου.